«Αυτό που έβλεπα πριν λίγες ώρες και νόμιζα ότι ήταν ξύλα που καιγόντουσαν ήταν οι γονείς μου» κατέθεσε ενώπιον του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου όπου δικάζεται η υπόθεση για τη φονική φωτιά στο Μάτι, ο Στέλιος Μάσχας. «Ο αδελφός μου έφτασε στις 03.30 π.μ. στο Ματι. Είδε δυο κουφάρια να καίγονται. Μίλησα με συγγενείς μου στους Αγίους Θεοδώρους και μου έλεγαν ότι πήγαιναν πόρτα πόρτα να τους βγάλουν. Στο Μάτι ούτε καμπάνα δε χτύπησε. Κάηκαν σε ένα σπίτι 300 μέτρα από τη θάλασσα!» είπε η αδελφή του, Μαρίκα Μάσχα.
Στο δικαστήριο κατέθεσαν και οι συγγενείς του Δημήτρη Τουρναβίτη ο οποίος πέθανε μαζί με τη σύζυγο του, ηθοποιό, Χρύσα Σπηλιώτη. «Τα ξημερώματα, έφτασα στο κτήμα Φράγκου, είδα το σπίτι του αδελφού μου, ολοσχερώς καμένο. Διέκρινα το όχημα αδελφού μου στο κτήμα Φράγκου. Δεν μας επετράπη να μπούμε εκείνη την ώρα. Υπήρχαν διασώστες και αστυνομία. Θεώρησα πως ο αδελφός μου ως δεινός κολυμβητής θα μπορούσε να είχε διαφύγει. Την επόμενη ημέρα μίλησα με τον Φράγκου και τη μητέρα του. Μου είπε επί λέξη η μητέρα του: «Η φωτιά ερχόταν από δύο πλευρές και έπεφτε από τον ουρανό». Εκεί βρήκα και το σκύλο του αδελφού μου. Ηταν άκαυτη η γούνα του και είχε μουμιοποιηθεί. Αυτό μου είπε και μάρτυρας που έβαλε τον αδελφό μου στο σάκο» κατέθεσε ο Κωνσταντίνος Τουρναβίτης.
«Ήταν η μέρα που η Πολιτεία κοίταξε το δέντρο και έχασε «το δάσος των ψυχών στο Μάτι» ανέφερε από την πλευρά της η Αλίκη Τουρναβίτη. «Αρχικά ακούσαμε για το Νταού και αρχίσαμε να ανησυχούμε για τους συγγενείς μας. Στις 7 πια τα τηλέφωνα τους δε λειτουργούσαν. Ήταν πολύ κοντά στο να φτάσουν στη θάλασσα. Δηλώσαμε ότι είναι αγνοούμενοι. Δεν πίστευα ότι θα μπορούσε να συμβεί κάτι τέτοιο, ο πατέρας μου ήταν αθλητής. Άρχισα να ψάχνω τα νοσοκομεία. Μέχρι που δώσαμε DNA και επιβεβαιώθηκε. Εκ των υστέρων έμαθα ότι βρέθηκαν στο κτήμα. Δεν υπήρχε συντονισμός, δεν τους είπε κανείς τίποτα. Είναι αδιανόητο αυτό που συνέβη».
Την αγωνιώδη προσπάθεια της να σώσει τον σύζυγο της καταβρέχοντάς τον με το λάστιχο, χωρίς αποτέλεσμα περιέγραψε η Δέσποινα Ζαφειρίου. «Η φωτιά μας βρήκε στο αυτοκίνητο ενώ πάλευα να φύγουμε. Ακινητοποιηθήκαμε. Ανοίγω την πόρτα όπως είμαστε σταματημένοι και βγαίνω. Ο άνδρας μου κολλάει πάνω στο τιμόνι. Τον έβγαλα στα χέρια, τον έπιασα από τη ζώνη. Γονάτισα και τον τράβηξα. Δεν μπορούσε να πατήσει, ούτε να στρίψει ήταν καμένος.
Εγώ τον έσυρα και του έριχνα νερό με το λάστιχο. Δεν μπορούσε να κουνήσει ούτε τα χέρια, ούτε τα πόδια του. Ούτε ασθενοφόρο ήρθε, ούτε πέρασε αεροπλάνο, ούτε μας ειδοποίησαν ότι έπιασε φωτιά.
Μετά, κατά τις 11 παρά ένας φίλος άκουσε τη φωνή μου και μου φωνάζει «μην κουνηθείς, έρχομαι». Που να κουνηθώ εγώ, έκαιγε η φωτιά. Μας αφήσαν να καούμε. Δεν υπήρχε τίποτα. Τα κλαδιά δεν τα είχαν καθαρίσει επανειλημμένως φωνάζαμε στο Δήμο. Μας πήγαν στον Ευαγγελισμό. Όταν εγκλωβιστήκαμε κατά διαστήματα δεν είχε τις αισθήσεις του. Όταν τις ανακτούσε φώναζε «φύγε να σε βρουν εγώ θα πεθάνω». «Δε φεύγω» του έλεγα» ανέφερε η μάρτυρας.
Τον τρόπο με τον οποίο χάθηκε η ζωή του πατέρα της, όταν ξέχασε κλειδιά του εξοχικού τους στη Νέα Μάκρη περιέγραψε στο δικαστήριο η Ευαγγελία Πλυμάκη. «Ο πατέρας μου βρέθηκε στο Κόκκινο Λιμανάκι με το οποίο εμείς δεν είχαμε καμία σχέση. Αν είχαν γυρίσει τον κόσμο πίσω, δεν θα υπήρχαν τόσοι νεκροί. Ο πατέρας μου βρέθηκε εκεί διότι άκουσε την ελληνική αστυνομία. Τους έστειλαν εκεί και τους έκαψαν» κατέθεσε η μάρτυρας.
Ακολουθήστε το Reader.gr στα Google News για να είστε πάντα ενημερωμένοι για όλες τις ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο.