Μπορεί οι καθ’ ομολογία βιαστές της 12χρονης στα Σεπόλια να ισχυρίστηκαν προκλητικά στις απολογίες τους ότι τα όσα φρικιαστικά έκαναν στο ανήλικο κορίτσι έγιναν με τη θέλησή της όμως ο Αρειος Πάγος έχει αποφανθεί με τον πιο ξεκάθαρο τρόπο ότι δεν υφίσταται σε καμία περίπτωση συναίνεση στην αποπλάνηση παιδιών. Μάλιστα, το ανώτατο ακυρωτικό δικαστήριο της χώρας προχώρησε στη συγκεκριμένη κρίση το 2018 δικάζοντας την αίτηση του εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, περί αναίρεσης υπέρ του νόμου κατά απόφασης του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου Κατερίνης, βάσει της οποίας αθωώθηκε 20χρονος, που είχε σεξουαλικές σχέσεις με 13χρονη.
«Το Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο Κατερίνης, με το να δεχθεί ότι δεν στοιχειοθετείται η αντικειμενική υπόσταση του αποδιδόμενου στον κατηγορούμενο ως άνω εγκλήματος της αποπλάνησης παιδιού, διότι, κατά τις παραδοχές του, οι κατ’ εξακολούθηση ασελγείς πράξεις που ενήργησε σε βάρος της ανήλικης έγιναν με τη θέλησή της και ως εκ τούτου αίρεται ο άδικος χαρακτήρας του εν λόγω εγκλήματος, εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε την ουσιαστικού δικαίου διάταξη του άρθρου 339 παρ. 1 ΠΚ, την οποία ευθέως παραβίασε, καθόσον, κατά τα αναφερόμενα στην ανωτέρω νομική σκέψη, η συναίνεση της ανήλικης δεν αίρει τον άδικο χαρακτήρα της ως άνω αξιόποινης πράξης», ανέφεραν οι ανώτατοι δικαστές.
Γιατί το δικαστήριο κήρυξε κατηγορούμενο αθώο - Η κίνηση του Αρείου Πάγου
Οπως σημειώνεται στην απόφαση αναφορικά με το ηλικιακό όριο του θύματος των 15 ετών, «ο δράστης πρέπει να γνωρίζει, ότι το πρόσωπο κατά του οποίου κατευθύνεται η πράξη του έχει ηλικία κατώτερη των 15 ετών, αρκεί, όμως, ως προς το σημείο αυτό και ο ενδεχόμενος δόλος, που υπάρχει όταν ο δράστης αμφιβάλλει ως προς την ηλικία του παθόντος. Η συναίνεση του ανηλίκου ή η παρ’ αυτού πρωτοβουλία ή και πρόκληση δεν έχουν σημασία». Στη συγκεκριμένη περίπτωση, το δικαστήριο της Κατερίνης κήρυξε τον κατηγορούμενο αθώο κατά πλειοψηφία (με 4 ψήφους έναντι 3), για την αξιόποινη πράξη της αποπλάνησης παιδιού, που είχε συμπληρώσει τα 12, όχι όμως και τα 14 έτη, κατ’ εξακολούθηση καθώς «ήλθε τρεις φορές τουλάχιστον σε συνουσία» με την ανήλικη.
Εξαιρετικό ενδιαφέρον έχουν τα αποδεικτικά στοιχεία και τα πραγματικά περιστατικά, που δέχτηκε το Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο Κατερίνης κατά την εκδίκαση της κακουργηματικού χαρακτήρα υπόθεσης αλλά και το σκεπτικό αθώωσης του κατηγορουμένου, το οποίο αναιρέθηκε στη συνέχεια από τον Αρειο Πάγο. «Η παθούσα και μάρτυρας υπεράσπισης σύναψε ερωτική σχέση με τον κατηγορούμενο τον Ιούλιο του ..., ενόσω ήταν 13 ετών. Ηδη από την 6η τάξη του Δημοτικού Σχολείου χρησιμοποιούσε το Facebook της μητέρας της, με αποτέλεσμα να δημιουργεί επαφές και γνωριμίες με διάφορα παιδιά του χωριού, όπου κατοικούσε (...), τα οποία εν συνεχεία συναντούσε στην κεντρική πλατεία και δημιουργούσε τις φιλικές της παρέες. Ο κατηγορούμενος ανήκε στην παρέα της και η επικοινωνία μαζί του έγινε αρχικά μέσω του Facebook. Οι έντονες εφηβικές ανησυχίες της αλλά και οι διαταραγμένες σχέσεις των γονιών της, βρήκαν καταφύγιο στο φιλικό δεσμό, που ανέπτυξε με τον 20χρονο τότε κατηγορούμενο, ο οποίος εν συνεχεία εξελίχθηκε σε ερωτικό δεσμό».
Στην απόφαση αναφέρεται ότι «κατά την αυτοπρόσωπη μαρτυρία της στο ακροατήριο, το Δικαστήριο (16 πλέον ετών), είχε την ευκαιρία να διαπιστώσει την όψιμη σωματική αλλά και πνευματική ανάπτυξή της. Η έντονη προσωπικότητά της αλλά και η ευφυΐα της είναι εμφανείς. Σε αυτό το συμπέρασμα κατέληξε και ο ψυχίατρος - πραγματογνώμονας, ο οποίος κατέθεσε ότι η ωριμότητά της είναι σαν κοπέλας 25 ετών. Αυτά τα χαρίσματα που θα της επέτρεπαν να σπουδάσει, αλλά και η υπερτροφική αγάπη του πατέρα της, τον οδήγησαν σε απεγνωσμένες προσπάθειες διακοπής αυτής της σχέσης. Χειροδίκησε πολλές φορές τόσο κατά του κατηγορουμένου όσο και κατά της θυγατέρας του, με αποτέλεσμα να ενισχύει ακόμα περισσότερο τη διάθεσή της για να απομακρυνθεί από την πατρική οικογένειά της και να βρει καταφύγιο ηρεμίας στη σχέση της με τον κατηγορούμενο».
Σε αντίθεση με την «ανεπτυγμένη» ανήλικη το δικαστήριο διέκρινε στο πρόσωπο του 20χρονου, κατά την τέλεση των κακουργηματικών πράξεών του, έναν «ανώριμο» νέο. «Ο τελευταίος, παρά τα 20 έτη του κατά τον χρόνο τέλεσης της πράξης, ήταν ανώριμος ηλικιακά, πλην όμως ευαίσθητος ψυχικά. Σε ένα σημείο της απολογίας του αναφέρει ότι, ενόσω η παθούσα του διηγούταν τις βίαιες προσβολές και χειροδικίες του πατέρα της εναντίον της, έκλαιγε και αυτός μαζί της. Καμία ένδειξη για πλάνη, απάτη ή απειλή ως προς τη βούληση της παθούσας για σύναψη ερωτικής σχέσης δεν προέκυψε. Πολλώ δε μάλλον για αποπλάνησή της, δηλ. εξαπάτησή της για την τέλεση άλλων πράξεων και όχι των ερωτικών εκ μέρους του κατηγορουμένου».
Η συνέχεια δημιουργεί το λιγότερο έντονο προβληματισμό και σίγουρα προφανή ερωτήματα. «Σύμφωνα με τα διεθνή δεδομένα (ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας επιβάλλει τον εμβολιασμό του τραχήλου της μήτρας ήδη από τα 12 έτη), όσο και με βάση τις κοινωνικές αντιλήψεις στη σύγχρονη Ελλάδα (βλ. κατάθεση του ιατρού - γυναικολόγου ...), η ερωτική δραστηριότητα ανηλίκου στα 13 έτη δεν είναι συχνό φαινόμενο, αλλά όχι και ανύπαρκτο. Αλλωστε, ο ελληνικός νόμος επιτρέπει την τέλεση γάμου με ανήλικο, κατόπιν αδείας, ήδη από το 10ο έτος. Σε αυτό το σημείο πρέπει να τονισθεί ότι, σύμφωνα με την παρ.3 του ίδιου άρθρου (339 ΠΚ), σε περίπτωση τέλεσης γάμου μεταξύ του υπαιτίου και της παθούσας, η ποινική δίωξη θα κηρυσσόταν απαράδεκτη. Εύκολα θα μπορούσε ο κατηγορούμενος να απαλλαχθεί της κατηγορίας με την τέλεση γάμου με την παθούσα, η θετική βούληση της οποίας αποσαφηνίσθηκε κατά την ακροαματική διαδικασία. Θα μπορούσε δηλ. να εκμεταλλευθεί την έντονη επιθυμία της κοπέλας για διατήρηση αυτής της σχέσης (ήδη σήμερα που είναι 16 ετών έχει απομακρυνθεί από την πατρική οικογένειά της και διαβιεί μόνιμα με τον κατηγορούμενο) και να τελέσει γάμο μαζί της, έστω και εικονικό, προκειμένου να αποφύγει την κατηγορία. Πολλώ δε μάλλον που κρατήθηκε προσωρινά για αυτή την αιτία, στη φυλακή Γρεβενών, επί 6μηνο [...]».
Η επιμονή του δικαστηρίου στην ανωριμότητα του θύτη
Η επιμονή δε, του δικαστηρίου στην «ανωριμότητα» του κατηγορούμενου αποδίδοντας της υπόσταση αδιάψευστου στοιχείου απόδειξης της συναίνεσης της ανήλικης πραγματικά ξαφνιάζει. «Αυτή η ανωριμότητά του (συγκατοικεί με τη μητέρα του, η οποία ως οικονομική μετανάστης από την Αλβανία εργάζεται και τον συντηρεί) όχι μόνο δεν του επιτρέπει να τελέσει γάμο με την παθούσα, αλλά αποτελεί και την αδιάψευστη απόδειξη ότι καμία τέλεση ασελγούς πράξης εις βάρος της παθούσας δεν συνέβη χωρίς τη θέλησή της. Οσον αφορά τον επηρεασμό της βούλησης της παθούσας μέσω της χρήσης ουσιών, που υπαινίχθηκε η πλευρά της πολιτικής αγωγής, η κατάθεση του ψυχιάτρου, υπευθύνου του …, ήταν σαφώς αρνητική».
Η απόφαση, που αναίρεσε υπέρ του νόμου ο Αρειος Πάγος καταλήγει ως εξής: «Τέλος, σε περίπτωση κατάφασης της ενοχής του κατηγορουμένου, θα έπρεπε το Δικαστήριο να προβληματισθεί σχετικά με την επιδίκαση της αιτηθείσας χρηματικής ικανοποίησης των πολιτικώς εναγόντων- γονέων της, δεδομένου ότι στο ίδιο Δικαστήριο κατά την πολιτική διαδικασία η άρνηση χορήγησης άδειας τέλεσης γάμου εκ μέρους των γονέων της παθούσας, θα ελεγχόταν για καταχρηστική άσκηση δικαιώματος (25 παρ.3 Συντ.). Συνεπώς, συνεκτιμώντας το Δικαστήριο τις ανωτέρω ειδικές περιστάσεις του τόπου, του χρόνου και των ιδιαίτερων στοιχείων της προσωπικότητας των διαδίκων, αποφαίνεται ότι πρέπει να αρθεί το άδικο των υπό κατηγορία πράξεων και συνεπώς, εφόσον δεν πληρούται η αντικειμενική υπόσταση του άρθρου 339 ΠΚ περί αποπλάνησης ανηλίκων, ο κατηγορούμενος πρέπει να κηρυχθεί αθώος, κατά την πλειοψηφήσασα γνώμη του Δικαστηρίου».
Ακολουθήστε το Reader.gr στα Google News για να είστε πάντα ενημερωμένοι για όλες τις ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο.