Η δολοφονία της 9χρονης Τζωρτζίνας, πιθανώς από τη μητέρα της Ρούλα Πισπιρίγκου και οι υπό διερεύνηση θάνατοι των 2 αδελφών της έχουν σοκάρει την ελληνική κοινωνία με την αστυνομική και δικαστική έρευνα να συνεχίζεται προς κάθε κατεύθυνση. Το Reader παρουσιάζει σήμερα μία υπόθεση δολοφονίας μικρού κοριτσιού, που είχε δύο αδελφές, από την ίδια του τη μητέρα και το συγγενικό της περιβάλλον, που παρουσιάζει πολλές ομοιότητες με τη φρικιαστική ιστορία της Πάτρας.
Διαβάστε ακόμη: Ανιχνευτής ψεύδους: Πώς λειτουργεί η μέθοδος που θέλει η Πισπιρίγκου - Οι ιστορίες που έμειναν αξέχαστες
Στο βρέφος χορηγήθηκε ενδοφλέβια ένεση με σκοπό τη θανάτωσή του αλλά όταν αυτό δεν κατέστη δυνατό η μητέρα του το έπνιξε, φράσσοντάς του τις αεροφόρους οδούς. Τη δολοφονία που πραγματοποιήθηκε το 1995 αποκάλυψε ο πατέρας του παιδιού, ο οποίος αν και γνώριζε τα πάντα, όπως παραδέχτηκε, σιωπούσε επί πολλά χρόνια ισχυριζόμενος ότι η σύζυγός του τον είχε απειλήσει πως στην περίπτωση που θα κατήγγειλε το έγκλημα, θα τον ενέπλεκε και τον ίδιο με αποτέλεσμα να οδηγηθούν όλοι στη φυλακή. Η ανατριχιαστική αυτή υπόθεση έφτασε το 2008 στον Αρειο Πάγο με το ανώτατο δικαστήριο να επικυρώνει το βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, βάσει του οποίου οι κατηγορούμενες οδηγήθηκαν σε δίκη.
Η δικογραφία, που συνέταξε το Τμήμα Εγκλημάτων κατά Ζωής της Διεύθυνσης Ασφάλειας Αττικής συγκλονίζει. Ο πατέρας των 3 κοριτσιών κατέθεσε μήνυση στην Εισαγγελία Πρωτοδικών Αθηνών, στην οποία ανέφερε ότι το ένα από τα παιδιά του μόλις γεννήθηκε, διαπιστώθηκε ότι έπασχε από σύνδρομο DOWN και προκειμένου να μην κλονιστεί η ψυχική υγεία της συζύγου του εξ αιτίας της πάθησης αυτής, έπειτα από σχετική συνεννόηση με τον γιατρό μαιευτήρα-γυναικολόγο, συμφωνήθηκε να ανακοινωθεί στη μητέρα ότι δήθεν το παιδί αυτό γεννήθηκε νεκρό.
Πώς αποκαλύφθηκε η αλήθεια για τη δολοφονία
Κατόπιν υπόδειξης του γιατρού, το παιδί εισήχθη για περαιτέρω ιατρική φροντίδα σε ιδιωτική παιδιατρική κλινική, όπου και παρέμεινε για διάστημα 7 μηνών εν αγνοία της μητέρας του. Οι δύο αδελφές της μητέρας του βρέφους της αποκάλυψαν την αλήθεια, ότι δηλαδή το παιδί είχε γεννηθεί ζωντανό, έπασχε από σύνδρομο DOWN και είχε εισαχθεί σε ιδιωτική παιδιατρική κλινική. Η μητέρα του τότε απαίτησε να εξέλθει το παιδί από την κλινική και να μεταφερθεί στο σπίτι τους. Πράγματι, ο πατέρας παρέλαβε το παιδί μαζί με την αδερφή της συζύγου του από την κλινική και το μετάφερε στο σπίτι της πεθεράς του.
Σύμφωνα με το κατηγορητήριο, ο σύζυγος παρατήρησε δύο φορές σε διάστημα ενός μήνα ότι η σύζυγός του είχε λούσει το παιδί και το κρατούσε βρεγμένο στην ταράτσα τη μία φορά, εκτεθειμένο στο ψύχος, και εντός του σπιτιού τους τη δεύτερη φορά, εκτεθειμένο όμως και πάλι σε ψύχος, γεγονός, που τον οδήγησε να της κάνει αυστηρές παρατηρήσεις. Υστερα από αυτά τα συμβάντα και «ενώ βρισκόταν στην εργασία του, περί ώρα 15:00, η σύζυγός του, τού τηλεφώνησε και του είπε να επιστρέψει γρήγορα στο σπίτι.
Εκείνος τότε επέστρεψε και μόλις έφτασε, η σύζυγός του, τού ανακοίνωσε ότι όλα είχαν τελειώσει και ότι είχε σκοτώσει το παιδί τους. Το είχε πνίξει με ένα μαξιλάρι, με τη βοήθεια της αδελφής της, η οποία του κρατούσε τα πόδια, αναφέροντάς του χαρακτηριστικά: "Μας ταλαιπώρησε το άτιμο". Κατόπιν δε, ήλθε στην οικία τους ένας άγνωστος σε αυτόν άνδρας, για τον οποίο έμαθε αργότερα πως ήταν συνεργάτης του γραφείου τελετών και παρέλαβε το νεκρό παιδί του, το οποίο η πεθερά του είχε τοποθετήσει μέσα σε ένα χαρτοκιβώτιο, όλοι δε μαζί μετέβησαν στο νεκροταφείο της... όπου και έγινε η κηδεία του παιδιού την ίδια ημέρα».
«Μην το καταγγείλεις, θα μπλέξεις»
Με βάση το ιστορικό της υπόθεσης, «η σύζυγός του, τού είπε να μην καταγγείλει το γεγονός αυτό διότι θα έμπλεκε και ο ίδιος και θα πήγαιναν όλοι τους φυλακή και το πρώτο παιδί τους θα βρισκόταν στο δρόμο. Για τον θάνατο συντάχθηκε ληξιαρχική πράξη θανάτου από γιατρό, σύμφωνα με την οποία ο θάνατος του παιδιού επήλθε δήθεν από καρδιοαναπνευστική ανεπάρκεια και συγγενή καρδιοπάθεια».
Στο μεταξύ, μετά την υποβολή της μήνυσης από τον σύζυγο στον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών, παραγγέλθηκε η διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης προς το 1° Τμήμα Εγκλημάτων κατά Ζωής της Διεύθυνσης Ασφάλειας Αττικής και ακολούθως, μετά την περάτωση της προκαταρκτικής εξέτασης ασκήθηκε κατά της μητέρας του βρέφους, των αδερφών της και της μητέρας της ποινική δίωξη για ανθρωποκτονία εκ προθέσεως και άμεση και απλή συνεργεία.
Σύμφωνα με τις καταθέσεις των γιατρών - παιδιάτρων του μαιευτηρίου, οι οποίοι εξέτασαν το παιδί μετά τη γέννησή του, πλην του συνδρόμου DOWN, δεν έπασχε από κάποια άλλη συγγενή ανωμαλία και κυρίως συγγενή καρδιοπάθεια και ήταν κλινικά άριστο. Ο πατέρας του βρέφους κατέθεσε: «Οταν η σύζυγός του πληροφορήθηκε ότι το παιδί ζούσε, τον αποκάλεσε "ηλίθιο" και του είπε ότι έπρεπε να το είχε αποτελειώσει μέσα στο χειρουργείο την ημέρα της γεννήσεώς του, απαίτησε δε από αυτόν να εξάγει το παιδί από την κλινική και να το φέρει στην οικία τους.
Ο εγκαλών υπάκουσε διότι, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του, θεώρησε ότι η σύζυγός του θα ανέτρεφε το παιδί στην οικία τους και την επομένη ημέρα μετέβη με την κουνιάδα του στην κλινική και παρέλαβε το παιδί, το οποίο όμως η σύζυγός του αρνήθηκε να έχει στην οικία τους, αλλά το είχε στο διαμέρισμα της μητέρας της».
Ο εφιάλτης που ζούσε το παιδί μέχρι τον θάνατό του: «Ολα τελείωσαν, το μωρό είναι νεκρό»
Υστερα από 20 μέρες ο πατέρας διαπίστωσε ότι η σύζυγός του, «βραδινή ώρα, βρισκόταν στην ταράτσα της τριώροφης οικίας και κρατούσε στην αγκαλιά της το βρέφος λουσμένο και βρεγμένο. Επίσης άλλη μια φορά διαπίστωσε ότι η ανωτέρω είχε ανοίξει όλες τις μπαλκονόπορτες του διαμερίσματός της, προκειμένου να σχηματίζεται ρεύμα αέρος και κρατούσε στην αγκαλιά της το βρέφος λουσμένο.
Στις έντονες δε διαμαρτυρίες του - και στις δύο περιπτώσεις - η ανωτέρω τον απεκάλεσε "ηλίθιο" και του είπε ότι αυτός έφταιγε για όλα, ο δε εγκαλών ερμηνεύει τη φράση της αυτή ως απόδοση σε αυτόν τον ίδιο, ευθύνης, για μη θανάτωση από μέρους του παιδιού αμέσως μετά τη γέννησή του. Με τις ενέργειές της δε αυτές, η ανωτέρω, διατείνεται ο εγκαλών, επεδίωκε να κρυολογήσει σοβαρά το βρέφος και να πεθάνει».
Με βάση την αλληλουχία των γεγονότων, όπως τα περιέγραψε ο πατέρας, «κατά τον χρόνο του θανάτου του βρέφους, ο ίδιος βρισκόταν στη δουλειά του και περί ώρα περίπου 15.00, του τηλεφώνησε στο κινητό του τηλέφωνο... η σύζυγός του, η οποία του ζήτησε να επιστρέψει πάραυτα στην οικία τους, χωρίς να του δώσει κάποια εξήγηση. Οταν δε αυτός επέστρεψε, βρήκε τη σύζυγο του, έξωθι του διαμερίσματος της πέθεράς του, και την άκουσε να του λέει ικανοποιημένη: "Ολα τελείωσαν. Το μωρό δεν υπάρχει πια, είναι νεκρό".
Του ανέφερε δε εν συνεχεία, ότι είχαν αποφασίσει να θέσουν τέλος στο μαρτύριο της ανατροφής του άρρωστου αυτού παιδιού, ότι η μία αδελφή της, επεχείρησε αρχικά, την ημέρα εκείνη να το θανατώσει με ενδοφλέβια ένεση αλλά δεν το κατόρθωσε και εν συνεχεία, η ίδια το έπνιξε με ένα μαξιλάρι και κατά την ενέργειά της αυτή η δεύτερη αδελφή της, κρατούσε τα πόδια του βρέφους, για να την διευκολύνει. "Ασε και μας ταλαιπώρησε το άτιμο", του ανέφερε χαρακτηριστικά η σύζυγός του, η οποία δεν παρέλειψε να του επισημάνει πως στην περίπτωση που θα κατήγγειλε το έγκλημα, θα ενεπλέκετο και ο ίδιος και το παιδί τους θα έμενε στους δρόμους».
Οι ισχυρισμοί για τον θάνατο του παιδιού και η ταφή του μέσα σε χαρτόκουτο
Από την πλευρά τους, οι κατηγορούμενες, στις απολογίες τους ισχυρίστηκαν ότι το βρέφος πέθανε αιφνιδίως τα ξημερώματα της μέρας εκείνης, από αιτία άγνωστη, ενώ κοιμόταν στην κούνια του και ότι κατά τον χρόνο του θανάτου του ο πατέρας του βρισκόταν στο διαμέρισμα. Ο ίδιος όμως προσκόμισε και επικαλέστηκε έγγραφα, από τα οποία προέκυπτε ότι τη συγκεκριμένη μέρα και ώρα ενεργούσε πράξεις στα πλαίσια των καθηκόντων του, τις οποίες και δεν θα ενεργούσε, αν πράγματι είχε πεθάνει το παιδί του κατά τον χρόνο που αυτός βρισκόταν στην οικία του.
Περαιτέρω, o πατέρας κατέθεσε ότι η σύζυγός του, μετά την ανακοίνωση της εγκληματικής ενεργείας, του παρέδωσε ένα φάκελο, ο οποίος περιείχε μεγάλο χρηματικό ποσό, με την εντολή να μεταβεί στον... και να τον παραδώσει σε έναν κύριο, που θα τον περίμενε στη γωνία απέναντι από το Αστυνομικό Τμήμα... Του εξήγησε πως τα χρήματα αυτά προορίζονταν για τα έξοδα της κηδείας του παιδιού. Πράγματι, τον συνάντησε στο σημείο όπου του είχε υποδείξει η σύζυγός του και του παρέδωσε τον φάκελο με τα χρήματα.
«Επέστρεψε δε στην οικία του, όπου έξωθι αυτής βρισκόταν ήδη ο κύριος, στον οποίο είχε παραδώσει το φάκελο και στον οποίο η σύζυγος του παρέδωσε το νεκρό βρέφος μέσα σε ένα χαρτόκουτο. Ο άγνωστος τοποθέτησε το χαρτόκουτο με το νεκρό βρέφος στο χώρο αποσκευών του αυτοκινήτου του και αναχώρησε. Ακολούθως, ο εγκαλών με τη σύζυγό του, την κουνιάδα του και την πεθερά του, κατευθύνθηκαν στο νεκροταφείο της..., όπου και έλαβε χώρα ο ενταφιασμός του παιδιού, το οποίο ενταφιάστηκε τοποθετημένο μέσα στο χαρτόκουτο».
Το σκεπτικό του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, σύμφωνα με το οποίο παραπέμφθηκαν σε δίκη οι εμπλεκόμενοι και δεν αναιρέθηκε από τον Αρειο Πάγο, καταλήγει ως εξής: «Συμπερασματικά, επί τη βάσει των προεκτεθέντων, προκύπτει ότι έχουμε περίπτωση βρέφους πάσχοντος από σύνδρομο DOWN, το οποίο μετά την έξοδο του από την Παιδιατρική Κλινική, αποκρύπτεται από τη μητέρα του, δεν παρακολουθείται από κανένα ιατρό, θεωρείται από στενούς συγγενείς και γείτονες ήδη νεκρό, και για τον αιφνίδιο θάνατο του οποίου εκδίδεται ένα ψευδές κατά περιεχόμενο ιατρικό πιστοποιητικό θανάτου.
Σημειωτέον δε ότι από κανένα στοιχείο της δικογραφίας δεν προκύπτει ότι το παιδί ενόσω ζούσε, παρουσίασε ιδιαίτερα προβλήματα υγείας. Το εν λόγω βρέφος, ενώ φυλασσόταν κρυμμένο, απεβίωσε, και τότε η μητέρα απευθύνθηκε στον διατηρούντα Γραφείο τελετών ομοχώριό της, από τον οποίο και ζήτησε να φροντίσει για την ταφή του, χωρίς αυτό προηγουμένως να νεκροτομηθεί, προφανώς για να μην διακριβωθεί η ακριβής αιτία θανάτου και επί πλέον να μεριμνήσει για την ταφή του την ίδια ημέρα, την ημέρα του θανάτου του)…
Η καταβολή του σημαντικού αυτού χρηματικού ποσού, συνδυαζόμενη προς τα παραπάνω δεδομένα, καταδεικνύει ότι οι εκκαλούσες επεδίωξαν και πέτυχαν την ταχύτατη, άνευ νεκροψίας - νεκροτομίας ταφή του παιδιού, επί τη βάσει εγγράφων εις τα οποία βεβαιώθηκαν ψευδώς περιστατικά, σύμφωνα με όσα προαναφέρονται.
Τούτο δε έπραξαν, διότι το βρέφος θανατώθηκε λόγω ασφυξίας από απόφραξη των αναπνευστικών στομίων της μύτης και του στόματος. Στην περίπτωση δε του θανάτου με τον τρόπο αυτό, υπάρχουν μακροσκοπικά ευρήματα (υπεραιμία, κυάνωση, αιμορραγικές μικροστίξεις, ασφυκτικές κηλίδες στον επιπεφυκότα του οφθαλμού), ο δε θάνατος από απόφραξη των αεροφόρων οδών ευκόλως βεβαιώνεται με την εκτέλεση και της νεκροτομίας και για το λόγο αυτό έπρεπε να ταφεί πάραυτα το παιδί, πρόχειρα έστω, σε χαρτόκουτο, εις τρόπον ώστε να μην αποκαλυφθεί το έγκλημα».
Ακολουθήστε το Reader.gr στα Google News για να είστε πάντα ενημερωμένοι για όλες τις ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο.