«Τα δυο σου χέρια πήρανε βεργούλες και με δείρανε…». Όλα ξεκίνησαν από μια παραγγελιά. Ή μήπως όχι; Ένας άνθρωπος, είναι κυρίως το παρελθόν του και όταν αυτό κάνει προβολές στο παρόν τότε μπορεί να οδηγήσει σε ανεξέλεγκτες καταστάσεις. Κάτι τέτοιο έγινε και στην περίπτωση του Νίκου Κοεμτζή. Για μια παραγγελιά. Μια ημέρα σαν σήμερα, στις 25 Φεβρουαρίου 1973, εν μέσω δικτατορίας.
«Η ζωή μας είναι σουγιαδιές»
Απόκριες του 1973. Ο Νίκος Κοεμτζής είχε βγεί μερικές ημέρες νωρίτερα από τη φυλακή όπου είχε εκτίσει την ποινή του για μικροκλοπές. Ήθελε να διασκεδάσει και έτσι είπε στον μικρότερο αδερφό του, τον Δήμου, και την υπόλοιπη παρέα του να πάνε στη «Νεράιδα» να διασκεδάσουν. Στη διάρκεια της νύχτας ο Νίκος ζητάει από τον αδερφό του να χορέψει ένα ζεϊμπέκικο για «πάρτη» του. Ο μικρός πάει στην ορχήστρα και ζητάει τις «βεργούλες» του Μάρκου Βαμβακάρη. Ο Κώστας Καρουσάκης που τραγουδούσε εκείνη την ώρα αρνείται ευγενικά λέγοντας πως αφενός δεν γνωρίζει το τραγούδι και αφετέρου επειδή το μαγαζί ήταν γεμάτο κόσμο δεν θα δεχόταν παραγγελιές. Ο Δήμος κατεβαίνει από την πίστα απειλώντας πως «θα τα σπάσουν όλα». Στη συνέχεια το μικρόφωνο παίρνει ο Τάκης Αθανασιάδης στον οποίο πάει ο Δήμος και του ζητάει τις «βεργούλες» ή ένα παλιό ρεμπέτικο τραγούδι: «την ζούλα μ’ ανεκάλυψαν». Τότε και προκειμένου να αποφευχθούν τα χειρότερα ο ιδιοκτήτης του μαγαζιού Δημήτρης Σχίζας δίνει εντολή να εκτελεστεί η παραγγελιά και καλεί τον κόσμο να κατέβει από την πίστα.
Μια παρέα αστυνομικών, ωστόσο, αρνείται και συνεχίζει να χορεύει. Κανείς δεν πάει κόντρα σε αστυνομικούς εκείνη τη εποχή. Όταν ο Δήμος αρχίζει να χορεύει οι αστυνομικοί τον εμποδίζουν και του λένε διάφορα. Κάποια στιγμή τον σπρώχνουν, εκείνος πέφτει και κόβει τα χέρια του στα σπασμένα πιάτα. Το μυαλό του Νίκου Κοεμτζή θολώνει. Σηκώνεται, ανοίγει τη φαλτσέτα του, φωνάζει με όση δύναμη έχει «παραγγελιά ρε» και τρέχει στην πίστα «θερίζοντας» όποιον βρίσκει μπροστά του. Από εκείνο το μακελειό έχασαν την ζωή τους ο υπενωμοτάρχης Μανώλης Χριστοδουλάκης, 28 ετών, ο αστυφύλακας Δημήτρης-Μιχαήλ Πέγιας, 31 ετών, (αμφότεροι υπηρετούσαν στο Α/Τ Άνω Λιοσίων και ήταν εκτός υπηρεσίας) αλλά και ο φανοποιός Γιάννης Κούρτης, 34 ετών, που επίσης διασκέδαζε με την παρέα των αστυνομικών.
Η σύλληψη, η καταδίκη και η εκτέλεση που δεν έγινε ποτέ
Λίγα 24ωρά μετά το μακελειό ο Κοεμτζής συλλαμβάνεται στη Δάφνη ενώ προσπαθούσε να διαφύγει στο εξωτερικό. Ο άνθρωπος που υποτίθεται πως θα τον φυγάδευε, ωστόσο, ήταν αυτός που τον «κάρφωσε» στην αστυνομία η οποία έστησε στον Κοεμτζή ενέδρα. Ο δράστης του μακελειού δεν παραδόθηκε, έβγαλε το μαχαίρι του και απειλούσε τους αστυνομικούς πως αν δεν τον σκοτώσουν θα τους σκοτώσει αυτός. Τελικά ένας από τους ένστολους τον πυροβολεί στο πόδι και λίγες στιγμές αργότερα ο Κοεμτζής συλλαμβάνεται. Οδηγείται στον ανακριτή, όπου λέει: «Ζητάω συγγνώμη. Ξέρω ότι δεν αλλάζει κάτι αλλά ζητάω συγγνώμη. Επισπεύστε τις διαδικασίες για να εκτελεστώ»…
Η δίκη του Κοεμτζή ολοκληρώθηκε τρεις ημέρες πριν το ξέσπασμα της μεγάλης εξέγερσης του Πολυτεχνείου. Καταδικάστηκε τρεις φορές σε θάνατο και επτά φορές σε ισόβια.Επί σχεδόν τρία χρόνια, ο Κοεμτζής ζούσε με το ενδεχόμενο της εκτέλεσης του. Γλύτωσε τη ζωή του με την κατάργηση της θανατικής ποινής στην Ελλάδα, όταν η ποινή του μετατράπηκε σε ισόβια. Αποφυλακίστηκε, υπό όρους, στις 31 Μαρτίου 1996 και ζούσε πουλώντας το βιβλίο με την αυτοβιογραφία του σε διάφορα σημεία στο κέντρο της Αθήνας.
«Έψαχνα να βρω μια λύση, να διορθώσω το κακό που σκόρπισα… Υπέφερα τρομερά και προσπαθούσα απεγνωσμένα να ξεχωρίσω μια εικόνα από τη σφαγή, και δεν μπορούσα… Κι ούτε τώρα μπορώ, αν και αγωνίζομαι ακόμα… Ως φαίνεται την ώρα που σκορπούσα το θάνατο χωρίς να δουλεύει το μυαλό μου και κινιόμουν σαν ένα ρομπότ, με είχε κυριέψει ο δαίμονας ή το κτήνος που φωλιάζει μέσα μου», έγραφε μέσα στο βιβλίο του. Ο Νίκος Κοετζής πέθανε στις 23 Σεπτεμβρίου 2011. Έπαθε έμφραγμα την ώρα που καθόταν στο τραπεζάκι πο πουλούσε τα βιβλία του στο Μοναστηράκι.
Ακολουθήστε το Reader.gr στα Google News για να είστε πάντα ενημερωμένοι για όλες τις ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο.