Νέα δεδομένα δημιουργούν τα εργαστηριακά ευρήματα στην υπόθεση του καταγγελλόμενου βιασμού της Γεωργίας Μπίκα στη Θεσσαλονίκη την παραμονή της Πρωτοχρονιάς. Το πόρισμα του Εργαστηρίου Τοξικολογίας και Ιατροδικαστικής του ΑΠΘ και του Ινστιτούτου Ιατροδικαστικής του πανεπιστημίου της Βέρνης, βάσει του οποίου, δεν ανιχνεύτηκαν ναρκωτικές ή υπνωτικές ουσίες ενώ εντοπίστηκε μικρή ποσότητα αλκοόλης, στο δείγμα, που λήφθηκε από την 24χρονη, αποτελεί εκ των πραγμάτων ένα σημαντικό κομμάτι στο πάζλ διαλεύκανσης της υπόθεσης. Με την φράση, «ένας βιασμός δεν προκύπτει μόνο από χάπια», σχολίασε τις αρνητικές τοξικολογικές η ίδια η Γεωργία Μπίκα με την πλευρά της να δηλώνει ότι θα ζητήσει επανεξέταση του δείγματος ενώ την ανακούφισή του εξέφρασε μέσω του συνηγόρου του ο καταγγελλόμενος ως δράστης του βιασμού.
Διαβάστε ακόμη: Βιασμός στη Θεσσαλονίκη: Σε κινητά και DNA ψάχνουν νέα στοιχεία - Τι υποστηρίζει ο 27χρονος
Τοξικολογική εξέταση
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει ο τρόπος με τον οποίο τα ελληνικά δικαστήρια έχουν χειριστεί καταγγελίες αντίστοιχων πράξεων υπό την επήρεια ουσιών με αρνητική τοξικολογική εξέταση. Το Reader.gr παρουσιάζει την υπόθεση κατηγορούμενου για την αξιόποινη πράξη της κατάχρησης σε ασέλγεια, ο οποίος, σύμφωνα με το κατηγορητήριο, εκμεταλλευόμενος το γεγονός ότι η καταγγέλλουσα ήταν ανήμπορη να αντισταθεί επειδή είχε καταναλώσει μεγάλη ποσότητα οινοπνευματωδών ποτών προχώρησε σε συνουσία μαζί της.
Η τοξικολογική εξέταση (λήψη αίματος και ούρων), που διενεργήθηκε μετά το καταγγελλόμενο συμβάν ήταν αρνητική με το Συμβούλιο Εφετών να αποφαίνεται ότι «το αρνητικό αποτέλεσμα μιας τοξικολογικής εξέτασης δεν υποδηλώνει απαραίτητα και τη μη λήψη κάποιου φαρμάκου ή άλλης χημικής ουσίας» συμπεραίνοντας «ότι η μη ανίχνευση μπορεί να οφείλεται στο είδος του δείγματος, στη μικρή δόση, το μεγάλο χρόνο που μεσολάβησε από τη λήψη της ουσίας έως τον έλεγχο του δείγματος, την αλλοίωση του δείγματος κ.τ.λ.».
Στο πλαίσιο αυτό, κρίθηκε ότι «μεσολάβησε αρκετός χρόνος από το καταγγελλόμενο γεγονός έως τη λήψη του δείγματος, άρα το συμπέρασμα δεν μπορεί να είναι ασφαλές. Επομένως και οι δύο εξετάσεις δεν μπορούν να αποτελέσουν σημεία αιχμής του πραγματικού της υπόθεσης. Αντίθετα σημεία αιχμής αποτελούν τα πραγματικά περιστατικά, όπως αυτά συνδυάζονται μεταξύ τους», βάσει και των οποίων ο καταγγελλόμενος παραπέμφθηκε σε δίκη.
Στο ακροατήριο η υπόθεση
Ειδικότερα, το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Ρόδου με βούλευμά του παρέπεμψε τον συγκεκριμένο κατηγορούμενο στο ακροατήριο του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου της περιφέρειας του Εφετείου Δωδεκανήσου, να δικαστεί για την αξιόποινη πράξη της κατάχρησης σε ασέλγεια. Κατά του βουλεύματος αυτού ασκήθηκε έφεση επί της οποίας εκδόθηκε βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Δωδεκανήσου, απορρίπτοντας κατ'ουσία την έφεση αυτή και επικυρώνοντας το βούλευμα παραπομπής σε δίκη. Στη συνέχεια ο κατηγορούμενος προσέφυγε στον Αρειο Πάγο ζητώντας να αναιρεθεί το βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών, με την αίτησή του να απορρίπτεται.
Στην προκείμενη περίπτωση το Συμβούλιο Εφετών Δωδεκανήσου δέχτηκε ότι προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις ικανές να στηρίξουν δημόσια στο ακροατήριο κατηγορία σε βάρος του κατηγορουμένου για την αποδιδομένη σε αυτόν πράξη της κατάχρησης σε ασέλγεια, αποδεχόμενο τα εξής πραγματικά περιστατικά: «Σύμφωνα με την καταγγελία και την κατηγορία ο κατηγορούμενος στη ..., στο δωμάτιο με αριθμό "109" του ξενοδοχείου με την επωνυμία "..." τις πρώτες πρωινές ώρες της 30ης-…-2.. και πάντως μετά την 03.00, με πρόθεση και με κατάχρηση της παραφροσύνης άλλου ή της με από οποιαδήποτε αιτία προερχόμενης ανικανότητας του ν' αντισταθεί, ενήργησε επ' αυτού εξώγαμη συνουσία και ειδικότερα ότι στον τόπο και το χρόνο που ανωτέρω αναφέρονται, αφού μετέβη με την …, υπηκόου ..., κατοίκου ... και προσωρινά διαμενούσης στη ...(στο ξενοδοχείο με την επωνυμία "..." στο δωμάτιο με αριθμό 109 του ως άνω αναφερομένου ξενοδοχείου), εκμεταλλευόμενος ότι η τελευταία, εξαιτίας της ικανής κατανάλωσης οινοπνευματωδών ποτών που προηγήθηκε και της εντεύθεν προκληθείσης μέθης και αδιαθεσίας ως δε και του βαθέος της ύπνου δεν μπορούσε να αντισταθεί, δηλαδή ότι δεν μπορούσε να εκτιμήσει και να κατανοήσει τη σπουδαιότητα της σε βάρος της ενεργούμενης γενετήσιας προσβολής και να είναι σε θέση να προβάλει προς απόκρουση της τη δέουσα αντίσταση, ήλθε σε εξώγαμη συνουσία μαζί της, ικανοποιώντας έτσι τη γενετήσια ορμή του».
Με βάση τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης, η καταγγέλλουσα, «ύστερα από δική της επιμονή πήρε παραγγελία από το ΑΤ για ιατροδικαστική και τοξικολογική εξέταση, η οποία πραγματοποιήθηκε την ίδια ημέρα: δηλαδή προσήλθε στο ΑΤ την 11.00 της 31/…/2…, προφανώς λίγο μετά πήρε τη σχετική παραγγελία και όντως το δείγμα φέρει -ημερομηνία λήψης την 31/…/2…, ενώ το συμβάν έλαβε χώρα περί ώρα 04.00-05.00 της 30/…/2…. Η ιατροδικαστική εξέταση έλαβε χώρα αργότερα την ίδια ημέρα και διαπιστώθηκε "μια εκδορά, μδ. 0,5 εκ. περίπου, υπερηβικά και δεξιά της μέσης γραμμής. Στο περιναίο, στο αιδοίο και στον κόλπο δεν διαπιστώνονται κακώσεις... δεν ανευρέθησαν σπερματοζωάρια. Δεν διαπιστώνονται σημεία που να υποδηλώνουν την τέλεση ή όχι πρόσφατης συνουσίας". Η επισήμανση μας θα εστιαστεί στο γεγονός ότι η παθούσα δεν κατάγγειλε βιασμό, οπότε και τα σημεία-εκδορές θα ήταν ακόμα εμφανή, αλλά κατάχρηση σε ασέλγεια, δηλαδή η ίδια δεν καταλάβαινε τι συμβαίνει και δεν μπορούσε να αντιδράσει, επομένως δεν θα μπορούσαν να υπάρχουν εκδορές, εκτός από αυτήν που περιγράφεται σαφώς, χωρίς να είναι αναγκαίο να είναι απότοκος της πράξης. Σε κάθε περίπτωση θα ήταν μη αναμενόμενο να βρεθούν στοιχεία που να υποδηλώνουν βία, αφού, επαναλαμβάνουμε, χαρακτηριστικό της πράξης είναι η απουσία βίας, αλλά η κατάχρηση της πνευματικής κατάστασης της μεθυσμένης παθούσας».
Η απάντηση του δικαστηρίου στα αρνητικά αποτελέσματα των τοξικολογικών
Το δικαστήριο τοποθετήθηκε και επί των αρνητικών αποτελεσμάτων της τοξικολογικής εξέτασης. «Η τοξικολογική εξέταση (λήψη αίματος και ούρων) απέβη αρνητική, αλλά "το αρνητικό αποτέλεσμα μιας τοξικολογικής εξέτασης δεν υποδηλώνει απαραίτητα και τη μη λήψη κάποιου φαρμάκου ή άλλης χημικής ουσίας". Συμπεραίνει δε ότι η μη ανίχνευση μπορεί να οφείλεται στο είδος του δείγματος, στη μικρή δόση, το μεγάλο χρόνο που μεσολάβησε από τη λήψη της ουσίας έως τον έλεγχο του δείγματος, την αλλοίωση του δείγματος κ.τ.λ. Είναι λοιπόν φανερό ότι πράγματι μεσολάβησε αρκετός χρόνος από το καταγγελλόμενο γεγονός έως τη λήψη του δείγματος, άρα το συμπέρασμα δεν μπορεί να είναι ασφαλές. Επομένως και οι δύο εξετάσεις δεν μπορούν να αποτελέσουν σημεία αιχμής του πραγματικού της υπόθεσης. Αντίθετα σημεία αιχμής αποτελούν τα πραγματικά περιστατικά, όπως αυτά συνδυάζονται μεταξύ τους».
Το Συμβούλιο Εφετών Δωδεκανήσου αποφάνθηκε ως εξής για τη μήνυση, που υπέβαλε ο κατηγορούμενος στην καταγγέλλουσα ισχυριζόμενος ότι η τελευταία είχε έμμονη ιδέα ότι προσπαθούσαν να τη βιάσουν με υπνωτικά χάπια, που έριχναν στο ποτό της. «Τέλος στη μήνυση του προσέθεσε τα περί (προφανώς έμμονη ιδέα) της παθούσας ότι "είχε την εντύπωση πως προσπαθούσαν να τη βιάσουν διάφοροι, ρίχνοντας της υπνωτικά χάπια στο ποτό της", ώστε να υπονομεύσει πλήρως τη λογική της συγκρότηση, τα οποία δεν τα επανέλαβε, είτε λόγω έλλειψης μνήμης, είτε διότι πρυτάνευσαν λογικότερες σκέψεις, αν και επέμεινε στον ισχυρισμό ότι η παθούσα είναι επιρρεπής σε εκβιάσεις και κομπίνες, όταν παρέθεσε "περιστατικά" ότι παραιτήθηκε από την εργασία της στη ... προβάλλοντας εγκυμοσύνη, γι' αυτό και πήρε μεγάλη αποζημίωση. Εντέλει τα όσα ο ίδιος είπε βρίθουν αντιφάσεων, τέτοιων που μπορούν να μας οδηγήσουν στο ασφαλές συμπέρασμα ότι τα γεγονότα έλαβαν χώρα όπως τα ισχυρίστηκε η παθούσα».
Στο μεταξύ, στην πρόταση του ο αντιεισαγγελέας του Αρείου Πάγου, κατά τη συνεδρίαση του ανώτατου ακυρωτικού δικαστηρίου της χώρας, στην οποία απορρίφθηκε η αίτηση αναίρεσης του βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Δωδεκανήσου, επεσήμανε τα ακόλουθα: «Στοιχεία που πρέπει να σημειωθούν είναι ότι κατάχρηση σε ασέλγεια υπάρχει μόνο όταν ο δράστης εκμεταλλεύτηκε την απόλυτη ανικανότητα του θύματος να αντισταθεί, την οποία δεν προκάλεσε ο ίδιος, ενώ αν - και στο σημείο αυτό συνίσταται η διάκριση από το βιασμό- ο δράστης εξανάγκασε το θύμα του (παράφρονα ή μη ικανό ή ανίκανο αντιστάσεως) με σωματική ή ψυχολογική βία σε ασελγή πράξη, καθώς και εάν προτιθέμενος να την επιτύχει, συντέλεσε στη δημιουργία ανικανότητας αντιστάσεως υπάρχει βιασμός. Επίσης στην έννοια της παραφροσύνης και στη συνέπεια ταύτης δυνατότητα να κατανοήσει και να εκτιμήσει το μέγεθος της γενετήσιας προσβολής, δηλαδή στην αντίληψη της γενετήσιας πράξης από τον παθόντα. Η ανικανότητα δηλαδή μπορεί να οφείλεται σε οργανικούς ή πνευματικούς λόγους (όπως είναι και κάθε διανοητική ατέλεια, για παράδειγμα σχιζοφρένεια, μέθη, εξάντληση λόγω υπερκόπωσης), αλλά δεν χρειάζεται να είναι πλήρης και καθολική, αλλά αρκεί και μερική, η οποία όμως να φτάνει σε τέτοιο βαθμό, ώστε το θύμα (που μπορεί να είναι γυναίκα, αλλά και άνδρας) να μην έχει συνείδηση της πράξης και δυνατότητα για αντίσταση»
Ακολουθήστε το Reader.gr στα Google News για να είστε πάντα ενημερωμένοι για όλες τις ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο.