Μενού
  • Α-
  • Α+

Μια διαφορετική προσέγγιση στη διαχείριση της πανδημίας κορονοϊού, που να εστιάζει περισσότερο στην αύξηση της εμβολιαστικής κάλυψης και λιγότερο στην εφαρμογή περιοριστικών μέτρων, επιβάλλουν τα νέα δεδομένα, έτσι όπως έχουν διαμορφωθεί σχεδόν δύο χρόνια μετά την εμφάνιση του ιού Sars-Cov-2. Ο αναπληρωτής καθηγητής Επιδημιολογίας & Προληπτικής Ιατρικής και μέλος της Επιτροπής Εμπειρογνωμόνων, Δημήτριος Παρασκευής, απαντά στις «ενστάσεις» αναφορικά με το νέο μοντέλο διαχείρισης, λύνει τα «μυστήρια» της επιδημίας στην Ελλάδα και -ως ο πλέον ειδικός - φέρνει ενθαρρυντικά νέα από το «μέτωπο» των μεταλλάξεων.

Κύριε καθηγητά, πρόσφατα η χώρα μας υιοθέτησε ένα διαφορετικό μοντέλο διαχείρισης της επιδημίας κορονοϊού, καταργώντας ουσιαστικά την επιβολή αυστηρότερων περιορισμών σε περιοχές με αυξημένο επιδημιολογικό φορτίο. Έχοντας αυτό ως δεδομένο, με ποιο τρόπο επιχειρείτε πλέον να συρρικνώσετε την επιδημία σε αυτές τις περιοχές;

Αναφορικά με τη διαχείριση της επιδημίας είμαστε σε μια κατάσταση που, λόγω της ευρείας διαθεσιμότητας των εμβολίων και ου ότι η εμβολιαστική κάλυψη είναι τουλάχιστον  60%, η διαχείριση είναι διαφορετική. Οι εμβολιασμένοι έχουν πλέον σχεδόν πλήρη πρόσβαση και ελευθερία σε όλες τις δραστηριότητες -εκτός ορισμένων εξαιρέσεων- ενώ, από τις αρχές Σεπτεμβρίου, υπάρχουν αρκετά περιοριστικά μέτρα στην πρόσβαση των μη εμβολιασμένων. 

Ουσιαστικά, τις τελευταίες περίπου 15 ημέρες, αυτό που έχει καταργηθεί είναι ο περιορισμός της λειτουργίας των κέντρων εστίασης και διασκέδασης μετά τη 1 π.μ. καθώς και ο περιορισμός στη χρήση της μουσικής. Είναι κάτι που ενδεχομένως θα επανεξεταστεί και εάν τυχόν οι περιστάσεις το απαιτήσουν θα γίνει συζήτηση για ενδεχόμενη επιβολή περισσότερων περιοριστικών μέτρων. Γενικότερα, όμως, λόγω των συνθηκών που προαναφέρθηκαν, η διαχείριση της πανδημίας είναι πλέον διαφορετική σε παγκόσμιο επίπεδο.

Βλέπουμε, όμως, μία «οριζοντιοποίηση» των μέτρων σε όλες τις περιοχές, ανεξάρτητα από το επιδημιολογικό τους φορτίο. Οι απαιτήσεις δεν είναι διαφορετικές; 

Η κατάσταση εξαρτάται εν πολλοίς από εμάς και από το κατά πόσο τηρούνται οι περιορισμοί. Εντούτοις, εάν οι συνθήκες το απαιτήσουν, θα γίνει συζήτηση για το εάν θα χρειαστεί να εφαρμοστούν περαιτέρω στοχευμένα περιοριστικά μέτρα στις περιοχές υψηλού κινδύνου. Προς το παρόν γίνεται μία προσπάθεια να αυξηθεί η εμβολιαστική κάλυψη, που έχει αποδειχθεί ότι είναι το πιο αποτελεσματικό μέτρο.

Μετράμε ήδη 14 ημέρες μετά την «απελευθέρωση» των εμβολιασμένων στους αμιγείς χώρους της εστίασης και της διασκέδασης. Ποιο είναι το πρώτο «αποτύπωμα» στην επιδημιολογική εικόνα της χώρας; 

Παρατηρείται μία αυξητική τάση, η οποία καταγράφεται πιο έντονα τις τελευταίες ημέρες. Αυτό δεν μπορεί να αποδοθεί με βεβαιότητα στην «απελευθέρωση» των εμβολιασμένων στους αμιγείς χώρους, καθώς ενδέχεται να σχετίζεται και με το γεγονός ότι, λόγω καιρού, βρισκόμαστε πλέον περισσότερο σε κλειστούς χώρους. Η αύξηση είναι γενικευμένη στην επικράτεια, εκτός από τις περιοχές των νησιών, όπου τα επίπεδα συγχρωτισμού είναι χαμηλότερα. Θα έχουμε, ενδεχομένως, μία σαφέστερη εικόνα από τα δεδομένα της ιχνηλάτησης,  αλλά γενικώς δεν θα είναι εύκολο να προσδιορίσουμε ποιο είναι το «αποτύπωμα» ειδικά του συγκεκριμένου μέτρου στην επιδημιολογική εικόνα.

Παρακολουθώντας το δημόσιο διάλογο ακούμε μερίδα επιστημόνων να υποστηρίζει ότι τα ποσοστά εμβολιασμού στη χώρα δεν επιτρέπουν τέτοιου είδους «ανοίγματα». Τι τους απαντάτε;

Είναι αδιαμφισβήτητο το γεγονός ότι εάν είχαμε υψηλότερη εμβολιαστική κάλυψη, ιδιαίτερα στις ευπαθείς ομάδες, η επιστροφή μας στην κανονικότητα θα μπορούσε να γίνει με ασφάλεια. Η διαχείριση, όμως, της πανδημίας από εδώ και στο εξής επιβάλλει ένα μίγμα μέτρων που εστιάζουν περισσότερο στην αύξηση του ποσοστού εμβολιασμού και λιγότερο στην εφαρμογή περιοριστικών μέτρων. Αυτό δεν σημαίνει, βέβαια, ότι τα περιοριστικά μέτρα δεν θα πρέπει να υφίστανται ή να επιβάλλονται όταν οι συνθήκες το απαιτούν. Η προτεραιότητα, όμως, θα πρέπει να είναι η αύξηση της εμβολιαστικής κάλυψης, ειδικά στις περιοχές όπου είναι χαμηλή.

Διανύουμε το πρώτο φθινόπωρο μετά το μαζικό εμβολιασμό έναντι της Covid-19. Ποιες είναι οι διαφορές που διαπιστώνετε στα επιδημιολογικά δεδομένα σε σχέση με το 2020; Αν συγκρίνει κανείς τα απόλυτα νούμερα δεν διακρίνεται εύκολα το όφελος του εμβολιασμού…

Υπάρχουν πολλές διαφορές. Αν δούμε τα νούμερα αυτά καθαυτά, θα οδηγηθούμε σε λάθος συμπεράσματα.  Τα κρούσματα είναι φέτος αυξημένα, γιατί καταρχάς διενεργούνται πολλοί περισσότεροι διαγνωστικοί έλεγχοι και σε άτομα τα οποία δεν εμφανίζουν συμπτώματα. Επιπλέον, έχουμε επιστρέψει πια στην κανονικότητα σε μεγάλο βαθμό, η ψυχολογία των πολιτών είναι διαφορετική, ενώ επικρατεί και ένα πολύ πιο μολυσματικό στέλεχος του ιού, το στέλεχος Δέλτα. Οι παραπάνω παράγοντες οδηγούν στον αυξημένο αριθμό κρουσμάτων.

Ωστόσο, φέτος, το ποσοστό νοσηλευομένων που καταλήγουν από επιπλοκές της νόσου Covid-19 είναι πολύ μικρότερο, σε σχέση με πέρυσι. Τα ποσοστά των νοσηλειών και των θανάτων επί των κρουσμάτων είναι χαμηλότερα, λόγω του ευεργετικού αποτελέσματος του εμβολίου. Από την άλλη πλευρά, το ποσοστό των διασωληνωμένων που χάνουν τελικά τη ζωή τους είναι συγκρίσιμο με αυτό του προηγούμενου έτους, δεδομένου ότι τα άτομα τα οποία διασωληνώνονται, στη μεγάλη τους πλειονότητα -περίπου το 90%- είναι ανεμβολίαστα. Επομένως, έχουμε την ίδια εικόνα, γιατί το ποσοστό αυτό αφορά σε έναν πληθυσμό ο οποίος έχει φέτος τα ίδια χαρακτηρτιστικά με πέρυσι: άτομα που ανήκουν στις ευπαθείς ομάδες, τα οποία δεν έχουν εμβολιαστεί έναντι του SARS-CoV-2.

Σύμφωνα με την τελευταία Εβδομαδιαία Έκθεση του Ευρωπαϊκού Κέντρου Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων (ECDC), η Ελλάδα βρίσκεται στην 7η θέση αναφορικά με τους θανάτους από Covid-19 ανά εκατομμύριο πληθυσμού, μεταξύ 30 κρατών. Ποιοι είναι οι λόγοι που μας κατατάσσουν πλέον τόσο ψηλά στην ευρωπαϊκή λίστα;

Αυτό το αποτέλεσμα σχετίζεται με το ποσοστό της εμβολιαστικής κάλυψης στις ευπαθείς ομάδες. Η χώρα μας έχει επιτύχει ένα υψηλό μεν ποσοστό, τάξης μεγέθους 80%, το οποίο όμως είναι χαμηλότερο σε σύγκριση με αυτό που εμφανίζουν οι περισσότερες χώρες της δυτικής Ευρώπης, το οποίο υπερβαίνει το 95%. Εντούτοις, είναι πολύ υψηλό σε σχέση με τις χώρες της κεντρικής και ανατολικής Ευρώπης και των Βαλκανίων. Η αύξηση των θανάτων καταγράφεται μετά τον Αύγουστο, λόγω του ότι έχει προχωρήσει σε μεγάλο βαθμό το εμβολιαστικό πρόγραμμα, οπότε είναι πλέον εμφανής η διαφορά με τις χώρες που έχουν επιτύχει πολύ καλύτερα ποσοστά εμβολιαστικής κάλυψης στις ευπαθείς ομάδες.

Η μη επαρκής εμβολιαστική κάλυψη στον ευπαθή πληθυσμό αποτελεί πεδίο έντονου προβληματισμού στη χώρα μας. Ποιες είναι οι κινήσεις, από την πλευρά της πολιτείας, που θα μπορούσαν κατά τη γνώμη σας να αντιστρέψουν αυτή τη συνθήκη;

Οι κινήσεις που πρέπει να γίνουν και ήδη γίνονται αφορούν σε μία διαφορετική προσέγγιση τoυ πληθυσμού, ειδικά στις περιοχές με χαμηλά ποσοστά εμβολιασμού, με την  εμπλοκή ανθρώπων από την τοπική κοινότητα, έτσι ώστε όσοι έχουν αμφιβολίες ή ερωτήματα, να λάβουν απαντήσεις, να εμπιστευθούν ανθρώπους που γνωρίζουν και να πειστούν τελικά για τα πλεονεκτήματα που προσφέρει το εμβόλιο.

Είναι μία προσέγγιση η οποία ακολουθείται, μέσω επικοινωνίας «πρόσωπο με πρόσωπο», προκειμένου να αυξηθεί η εμβολιαστική κάλυψη. Στο σημείο που βρισκόμαστε δεν είναι εύκολο αυτό το εγχείρημα, αλλά σίγουρα αξίζει η προσπάθεια. Σε περιοχές όπως η Κρήτη, που έχει ακολουθηθεί η συγκεκριμένη προσέγγιση, φαίνεται ότι έχει αποδώσει  και παράλληλα γίνεται προσπάθεια και σε άλλες περιοχές, όπως στη Βόρεια Ελλάδα.

Για μια ακόμη χρονιά παρατηρούμε ότι στη Βόρεια Ελλάδα το επιδημιολογικό φορτίο είναι υψηλότερο. Υπάρχουν βέβαια Περιφερειακές Ενότητες με πολύ χαμηλά ποσοστά εμβολιασμού, εντούτοις φαίνεται ότι η εικόνα είναι πιο γενικευμένη. Πώς εξηγείται αυτό το «μυστήριο»; 

Το φαινόμενο αυτό φαίνεται ότι δεν έχει να κάνει με τη γεωγραφική θέση. Ενδεχομένως να σχετίζεται με τον τρόπο σκέψης, το βαθμό εμπιστοσύνης των πολιτών ή γενικότερα την στάση τους απέναντι στην πανδημία.  Διερευνούμε το φαινόμενο, έτσι ώστε να το κατανοήσουμε και να το αντιμετωπίσουμε. Να σταθούμε δίπλα στους συμπολίτες μας σε αυτές τις περιοχές, να τους ενημερώσουμε και να απαντήσουμε σε ερωτήματα, εάν υπάρχουν επιφυλάξεις έναντι του εμβολιασμού. Όλες οι ενέργειες που γίνονται ή δρομολογούνται προς στήριξη της κοινότητας εκτιμούμε ότι θα βοηθήσουν.

Τις τελευταίες ημέρες γίνεται πολύς λόγος για την παραλλαγή Δέλτα+, η οποία αντιστοιχεί πλέον στο 6% των νέων κρουσμάτων που έχουν αναλυθεί γενετικά στο Ηνωμένο Βασίλειο, ενώ στη χώρα μας έχουν ταξινομηθεί 11 δείγματα στη συγκεκριμένη ομάδα. Υπάρχουν ανησυχητικές ενδείξεις όσον αφορά στη μολυσματικότητα και τη λοιμοτοξικότητά της; Σχετικά με την αποτελεσματικότητα των εμβολίων;

Πρόκειται για μία υπο-ομάδα του στελέχους Δέλτα, που φέρει ορισμένες επιπλέον μεταλλάξεις και τελεί υπό διερεύνηση. Υπάρχουν κάποιες υποψίες για αυξημένη μολυσματικότητα, αλλά κάτι τέτοιο δεν έχει τεκμηριωθεί πλήρως. Δεδομένου ότι στο Ηνωμένο Βασίλειο επικρατεί πλέον μεγάλη χαλάρωση, ενδεχομένως να είναι αυτό που παίζει ρόλο στο γεγονός ότι παρατηρείται πιο συχνά το νέο στέλεχος. Επί του παρόντος, δεν έχουμε δεδομένα για αυξημένη μολυσματικότητα ή λοιμοτοξικότητα ή στοιχεία που να καταδεικνύουν ότι δεν είναι αποτελεσματικά τα εμβόλια. 

Αυτή τη στιγμή υπάρχουν δύο ενδεχόμενα: το ένα είναι να αυξηθούν τα ποσοστά εμβολιασμού, να αναπτύξει η χώρα ένα επαρκές επίπεδο ανοσίας και να βελτιωθεί η πορεία της επιδημίας και το άλλο είναι να παραμείνει η εμβολιαστική κάλυψη σε ανεπαρκή επίπεδα. Ποιο είναι το σενάριο για τη δεύτερη περίπτωση και πώς αναμένεται να επηρεάσει τις εξελίξεις;

Εάν η εμβολιαστική κάλυψη δεν αυξηθεί σημαντικά, τότε θα έχουμε μία παρόμοια εικόνα, ίσως και δυσμενέστερη, από την τρέχουσα. Σε μία τέτοια περίπτωση, θα πρέπει να επανεξεταστεί η κατάσταση και να αποφασιστεί ποια θα πρέπει να είναι η αντιμετώπιση στο μέλλον.

Σε συνέχεια της προηγούμενης ερώτησης, μπορείτε να αποκλείσετε το ενδεχόμενο μιας έξαρσης που θα απαιτεί τη λήψη αυστηρών μέτρων -από περιορισμούς σε ορισμένες δραστηριότητες, μέχρι lockdown- έστω και σε τοπικό επίπεδο; Ποιες είναι οι παράμετροι που ενδεχομένως θα οδηγούσαν σε μία τέτοια απόφαση; 

Τα περιοριστικά μέτρα έχουν πολύ περιορισμένη αποτελεσματικότητα σε αυτή τη φάση της πανδημίας, καταρχάς γιατί δεν μπορούν και δεν πρέπει να αφορούν στους εμβολιασμένους, όχι γιατί θέλουμε να τιμωρήσουμε τους ανεμβολίαστους, αλλά κυρίως γιατί οι εμβολιασμένοι έχουν σχεδόν μηδενικό κίνδυνο να νοσήσουν σοβαρά. Άρα δεν υπάρχει λόγος να τους προστατεύσουμε. Έχουμε, όμως, λόγο να προστατεύσουμε τους μη εμβολιασμένους. Συνεπώς, τα μέτρα πρέπει να έχουν  χαρακτήρα  «στόχευσης» στους ανεμβολίαστους, κάτι το οποίο συμβαίνει ήδη με τον περιορισμό ορισμένων δραστηριοτήτων και την υιοθέτηση του συχνού testing, σε εβδομαδιαία βάση. Αυτή είναι η βασική παράμετρος. 

Η δεύτερη παράμετρος αφορά στο γεγονός ότι υπάρχει πολύ μεγάλη κόπωση και τυχόν περιοριστικά μέτρα, εκτός απ’ τα παραπάνω που αφορούν τους συχνούς διαγνωστικούς ελέγχους,  δεν μπορεί να τηρηθούν σε μεγάλο βαθμό. Η επιδημιολογική κατάσταση εξετάζεται σε επίπεδο εβδομάδας. Σε περίπτωση που επιδεινωθεί, θα συζητήσουμε εάν τυχόν χρειάζεται να τροποποιηθεί το υπάρχον μοντέλο διαχείρισης.

Έχετε δηλώσει ότι με την πανδημία ενδεχομένως να ξεμπερδέψουμε σε ένα χρόνο, ή και λίγο παραπάνω.  Πόσο πιθανό ή απίθανο είναι το ενδεχόμενο να παρουσιαστεί μία μετάλλαξη ανθεκτική στα εμβόλια και τι αναμένεται να ακολουθήσει σε μια τέτοια περίπτωση;

Καταρχάς θα «ξεμπερδέψουμε» όταν αναπτύξουμε όλοι ανοσία έναντι του κορονοϊού. Σαφώς, εάν αυτό συμβεί σε παγκόσμιο επίπεδο η κατάσταση θα είναι πολύ καλύτερη και ο ιός θα έχει πολύ μικρότερο περιθώριο για να αναπτύξει νέες μεταλλάξεις. Αναφορικά με τη χώρα μας, επειδή εν πολλοίς η κατάσταση εξαρτάται από τα επίπεδα ανοσίας στον τοπικό πληθυσμό, βλέπουμε ότι υπάρχουν πλέον απτά παραδείγματα άλλων χωρών με υψηλή εμβολιαστική κάλυψη, όπως η Ισπανία, η Γαλλία, η Πορτογαλία, η Ιταλία, που έχουν επιστρέψει με ασφάλεια στην κανονικότητα. Άρα, λοιπόν, η αρχική μας υπόθεση ότι θα επιστρέψουμε με ασφάλεια στην κανονικότητα όταν η ανοσία του πληθυσμού θα βρίσκεται σε πολύ υψηλά επίπεδα έχει επιβεβαιωθεί από το παράδειγμα άλλων χωρών.

Η Ελλάδα βρίσκεται σε μία ενδιάμεση κατάσταση και για να πάψει να μας απασχολεί ο κορονοϊός, θα πρέπει η ανοσία να αυξηθεί. Για να αναπτυχθεί η πολυπόθητη ανοσία χωρίς να πληρώσουμε βαρύ «φόρο αίματος» υπάρχει μία μόνο λύση: το εμβόλιο. Από εκεί και πέρα, το ενδεχόμενο μίας ανθεκτικής στα εμβόλια μετάλλαξης δεν μπορεί να αποκλειστεί. Εντούτοις, εκτιμώ ότι δεν είναι πολύ πιθανό να συμβεί στο προσεχές μέλλον χωρίς «κόστος» όσον αφορά στη μολυσματικότητα του ιού. Εάν αναπτυχθεί ένα στέλεχος που θα μπορεί να διαφύγει της ανοσίας του εμβολίου, το πιο πιθανό είναι να είναι λιγότερο μολυσματικό. Βέβαια αυτό είναι μία υπόθεση, η οποία ωστόσο βασίζεται στην προηγούμενη εμπειρία μας από άλλους ιούς ή σε άλλα επιστημονικά δεδομένα.

Google News

Ακολουθήστε το Reader.gr στα Google News για να είστε πάντα ενημερωμένοι για όλες τις ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο.