Πλήρης ημερών σε ηλικία 96 ετών, «έφυγε» από τη ζωή η Ζήνα Οικονόμου Πατέρα, η τελευταία εν ζωή νοσηλεύτρια του Ερυθρού Σταυρού που συμμετείχε στο Έπος του 1940. Η κηδεία της τελέστηκε το πρωί της Πέμπτης στον Ιερό Ναό Παμμεγίστων Ταξιαρχών (Παλαιό Κοιμητήριο) Λάρισας.
Διαβάστε ακόμη: Νεκρό 6χρονο παιδί στη Νίκαια: Βίντεο ντοκουμέντο από το τροχαίο
Η Ζήνα Οικονόμου Πατέρα γεννήθηκε στη Σκιάθο και τα παιδικά της χρόνια τα έζησε στο Βόλο, ενώ στη συνέχεια εγκαταστάθηκε στη Λάρισα. Ο ελληνοϊταλικός πόλεμος τη βρήκε μαθήτρια γυμνασίου στη Λάρισα. Διέκοψε τη φοίτησή της στο γυμνάσιο και κατετάγη στον Ελληνικό Ερυθρό Σταυρό.
Έθεσε τη ζωή της σε κίνδυνο καθώς προσέφερε τις υπηρεσίες της ως αδελφή νοσοκόμα στους τραυματίες του πολέμου. Μάλιστα αργότερα συμμετείχε ως εθελόντρια σε όλες τις υπηρεσίες του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού.
Ο Ελληνικός Ερυθρός Σταυρός εξέδωσε ανακοίνωση για το θάνατο της Ζήνα Πατέρα:
Φτωχότερος έγινε από χθες ο Ελληνικός Ερυθρός Σταυρός, καθώς έφυγε από τη ζωή, πλήρης ημερών, η τελευταία εν ζωή νοσηλεύτρια του Ερυθρού Σταυρού που συμμετείχε στο Αλβανικό Έπος, η κα Ζήνα Οικονόμου - Πατέρα. Μια Γυναίκα Εθελόντρια, που έγινε σύμβολο της αλληλεγγύης και της προσφοράς χωρίς αντάλλαγμα, μέσα από το σπουδαίο εθελοντικό έργο που επέδειξε όλα αυτά τα χρόνια. Καλό ταξίδι, Κυρία Ζήνα. Σας ευχαριστούμε για όλα.
«Ήταν πολύ θλιβερό να κρατάς τη λαβίδα για να τους κόψουν το μεγάλο δάχτυλο»
Η Ζήνα Οικονόμου Πατέρα είχε μιλήσει το 2014 στην εφημερίδα «Ελευθερία» της Λάρισας για τα όσα έζησε στον πόλεμο. «Αισθάνομαι ευγνωμοσύνη στον Πανάγαθο Θεό γιατί μου χάρισε το προνόμιο να ζήσω την εποχή του Αλβανικού Έπους. Να αισθανθώ τον παλμό και τη λεβεντιά, το μεγαλείο, τη δύναμη και την πίστη της ελληνικής ψυχής και να δω με τα ίδια μου τα μάτια το γένος μας σε μια από τις λαμπρότερες ώρες του. Άρχισα να προσφέρω τις υπηρεσίες μου ως εθελόντρια αδελφή του Ε.Ε,Σ. στο 3° Στρατιωτικό Νοσοκομείο Λάρισας την 10η Νοεμβρίου 1940. Την 1η Μαρτίου 1941 και μετά το μεγάλο σεισμό που έγινε στη Λάρισα, μας ήρθε διαταγή από το Υπουργείο να διακομισθεί το Νοσοκομείο μας στο 2° Στρατιωτικό Νοσοκομείο Λαμίας. Η αναχώρηση έγινε στις 8 το βράδυ με τον Αρχίατρο κ. Ράπτη, (πατέρα της Μαίρης Ράπτη) την Προϊσταμένη του Ερυθρού Σταυρού κ. Λαμπρούλη, τη Βελώνη, τη Δεμερτζή, τις δύο αδελφές Γιαννάκου κι εμένα», είχε αναφέρει.
«Φτάσαμε στη Λαμία στις 4 το πρωί με συνεχείς συναγερμούς και βομβαρδισμούς. Στη Λαμία υπήρχαν μεγάφωνα στους δρόμους που μετέδιδαν τα τραγούδια της Βέμπο και ιδιαίτερα το τραγούδι "Παιδιά της Ελλάδος Παιδιά". Στις 18 Μαρτίου 1941 μας ήρθαν τραυματίες απ' ευθείας από το μέτωπο. Στρατιώτες βασανισμένοι, ψειριασμένοι, με κρυοπαγήματα, με άρβυλα ανοιγμένα μπροστά, με τα δάχτυλα μελανιασμένα σχεδόν μαύρα. Τους καθαρίζαμε, τους περιθάλπαμε, τους νοσηλεύαμε. Βλέπαμε στο χειρουργείο να τους κόβουν τα πόδια. Ήταν πολύ θλιβερό να κρατάς τη λαβίδα για να τους κόψουν το μεγάλο το δάχτυλο ή και τα μικρότερα. Ήταν τραγικό να βλέπεις τα νέα παιδιά να φεύγουν από τη ζωή φωνάζοντας τους δικούς τους και ιδιαίτερα τις μητέρες τους. Ήταν όμως και συγκλονιστικό να προσφέρεις τις υπηρεσίες σου για να ανακουφίζεις τόσο τον σωματικό όσο και τον ψυχικό πόνο. Την Κυριακή 13 Απριλίου είχαμε πολλούς συναγερμούς. Την Παρασκευή ο συναγερμός από τις 12 τα μεσάνυχτα έληξε στις 6 το πρωί», είχε πει στην εφημερίδα.
Παράλληλα είχε περιγράψει την «προέλαση των γερμανικών στρατευμάτων στην Ελλάδα». Σύμφωνα με την εκλιπούσα «Μεγάλη Τρίτη, Μεγάλη Τετάρτη μάθαμε για την προέλαση των γερμανικών στρατευμάτων, οι συναγερμοί έγιναν πιο πυκνοί και μεγαλύτερης διάρκειας. Μεγάλη Πέμπτη ο κόσμος ήταν αναστατωμένος, Μεγάλη Παρασκευή ήταν η μέρα των Παθών του Χριστού και το μαρτύριο των ανθρώπων. Κατεβαίνουν μερικοί στο υπόγειο, δεν υπάρχει καταφύγιο, άλλοι ξαπλώνουν κάτω από τα κρεβάτια περιμένοντας το φτερωτό χάρο από στιγμή σε στιγμή να φτάσει. Ένα τέταρτο αγωνίας όταν ακούσαμε βόμβο αεροπλάνου πιο κοντά, η καρδιά μας χτυπούσε δυνατά όταν ακούσαμε πολυβολισμό, τρέμαμε και πλησιάζαμε πιο κοντά ο ένας τον άλλο επικαλούμενοι τη βοήθεια του Θεού. Ένα σφύριγμα σαν άγριο θηρίο και πέφτουν τρεις βόμβες. Ο φόβος μας και η απελπισία μας μεγαλώνει. Πέρασε μισή ώρα και ανεβήκαμε πάνω. Μετά από πέντε λεπτά βλέπουμε να πλησιάζουν 8 αεροπλάνα».
Όπως είχε πει στην ίδια συνέντευξη η Ζήνα Οικονόμου Πατέρα ήταν πολύ δύσκολο να βρεθεί καταφύγιο. «Θεέ μου! Τι τρόμος, τι αγωνία και να μην υπάρχει καταφύγιο. Δεν προλάβαμε να κατεβούμε στο υπόγειο και μείναμε κάτω από τη σκάλα, όταν ακούστηκε το άγριο σφύριγμα των αεροπλάνων και των βομβών να πέφτουν τριγύρω μας η μία μετά την άλλη και περιμέναμε να πέσει κάποια πάνω μας. Δόξα τω Θεώ προς στιγμή ζήσαμε. Μετά, τελείωσαν οι βομβαρδισμοί και φύγαμε από το Νοσοκομείο. Οι βαριά τραυματίες έφυγαν με στρατιωτικά αυτοκίνητα για Αθήνα. Όσοι μπορούσαν να περπατήσουν ήρθαν μαζί μας στον Άγιο Λουκά, στην ανηφόρα νόμιζα θα κοπεί η αναπνοή μου, από τρόμο τα πόδια μου έτρεμαν. Από ψηλά βλέπαμε τη Λαμία να φλέγεται σε διάφορα σημεία από εμπρηστικές βόμβες. Ζητήσαμε από το διευθυντή να ανεβούμε στο βουνό, πήραμε από μια κουβέρτα και φτάσαμε σε μια χαράδρα, κοιμηθήκαμε σε πέτρες. Το πρωί φύγαμε για το Σταθμό. Τα αεροπλάνα περνούσαν σμήνη-σμήνη, από το φόβο μας νομίζαμε ότι τα πόδια μας δεν προχωρούσαν», είχε πει η Ζήνα Οικονόμου Πατέρα.
Ακόμη είχε επισημάνει ότι «στο σταθμό έφθασα τελευταία. Σε τέτοιες ώρες δε βρίσκεται κανένας να σε βοηθήσει. Εκεί κατάλαβα τι είναι "ο σώζων εαυτόν σωθήτω". Πρέπει να έχεις μεγάλη δύναμη και ψυχραιμία. Το τρένο ξεκίνησε και μόνο εγώ δεν ανέβηκα. Από τα παράθυρα με τράβηξαν από τα χέρια. Είχα κρεμαστεί απ' έξω. Φτάσαμε στο Σταθμό Λιανοκλαδίου, είδαμε 5 αεροπλάνα και περιμέναμε να βομβαρδίσουν. Έφυγαν όμως προς Λαμία. Είχαμε μεγάλη τύχη, γιατί και στη χαράδρα που διανυκτερεύσαμε και στο Νοσοκομείο βομβάρδιζαν παντού. Στο Λιανοκλάδι μπήκαμε σε άλλα βαγόνια και καθ' οδόν άλλα αεροπλάνα μας πολυβολούσαν. Έκαιγαν επάνω τις σκεπές. Όταν απομακρύνθηκαν αλλάξαμε βαγόνια και φύγαμε ολοταχώς για την Αθήνα. Φτάσαμε στις 12 το βράδυ».
«Εκεί μας περίμεναν αυτοκίνητα του Ερυθρού Σταυρού και μας πήγαν στον πρώην Ελληνοαγγλικό Σύνδεσμο στη Πλατεία Ρηγίλλης όπου μείναμε. Τρώγαμε στον Ευαγγελισμό το μεσημέρι ρύζι ή μακαρόνια, ένα τυράκι τρίγωνο με μια γαλέτα σκληρή, στρογγυλή πάχους 3 πόντων και διάμετρο περίπου 15-16 πόντους για δύο αδελφές. Είχε αρχίσει το άλλο μαρτύριο, η πείνα της Κατοχής. Στο Σύνδεσμο το πρωί και το βράδυ μας έδιναν ένα τσάι, μια μικρή φρυγανιά και το τρίγωνο τυράκι.Μετά από λίγες ημέρες με εντολή του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού τοποθετήθηκα στη Μαράσλειο που ήταν αναρρωτήριο. Αργότερα, με Φύλλο Πορείας του Ε.Ε.Σ. επέστρεψα στη Λάρισα όπου συνέχισα να προσφέρω τις υπηρεσίες μου στα λαϊκά ιατρεία», είχε πει.
Ακολουθήστε το Reader.gr στα Google News για να είστε πάντα ενημερωμένοι για όλες τις ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο.