«Μας τελείωσαν τα μακαρόνια. Για πάντα. Μας τελείωσε και ο κιμάς. Δεν θα υπάρξουν ποτέ πια μακαρόνια με κιμά»… «Δεν θα ξεχάσω ποτέ τις στιγμές που έπεφτα μέσα σε ένα πιάτο μακαρόνια με κιμά, γιατί μόνο αυτό μπορούσε να με σώσει εκείνη τη στιγμή»… «Δεν έφαγα ποτέ μακαρόνια με κιμά και είμαι περήφανος γι αυτό. Μια φορά πήρα μια πηρουνιά και πραγματικά σκέφτηκα πως τα τρώτε; Αυτά τα φαγητά είναι για παιδιά μόνο».
Οι παραπάνω, μέσω social media, «διάλογοι» πιθανότατα θα είναι η επόμενη κουβέντα που θα διχάσει κάποια στιγμή το έθνος. Θα μπορούσατε όπου «μακαρόνια με κιμά» να βάλετε και «σοκολάτα» ή «παγωτό». Ή οτιδήποτε άλλο έρχεται να μας κάνει συντροφιά, τις στιγμές που χρειαζόμαστε μια παρηγοριά χωρίς να σκεφτούμε, την ποσότητα, τη δυσπεψία, τα λιπαρά, τις ενοχές. Είναι η απλή, χωρίς σκέψεις απόλαυση που απαιτεί εκείνη τη στιγμή. Απλά και… δωρικά, άνευ ανάγκης για εξηγήσεις και κυρίως και δικαιολογίες.
Τα Φιλαράκια που μπήκαν στην κουβέντα από το ξημέρωμα της Κυριακής με την αναχώρηση από τη συντροφιά μας του νεαρότατου Μάθιου Πέρι, ήταν όλα τα παραπάνω, χωρίς - μάλιστα - τις ενοχές και τα λιπαρά. Ήταν αυτό που ήταν για τον καθένα, που τα έβλεπε φανατικά ή μέτρια ή πιο χαλαρά, αλλά - κατά κανόνα - αν δεν αναζητούσε ένα επεισόδιο, θα κολλούσε σε αυτό αν «έσκαγε» μπροστά του σε μια από τις πολλές επαναμεταδόσεις του. Συγκεντρώνοντας πολύ μεγαλύτερο κοινό από άλλες αντίστοιχες σε κωμική φλέβα και διάρκεια σειρές που έκαναν επίσης μεγάλη επιτυχία. Συνήθως προϊόν (οι περισσότερες) της αμερικάνικης βιομηχανίας, κάτι που… πληρώνουν τα «Φιλαράκια» στο πεδίο της αντιπαράθεσης μετά τον θάνατο του Πέρι. «Αμερικανιά» είναι η ετυμηγορία των… αρνητών, ειπωμένη με μια δόση περηφάνιας που αυτοί κατάφεραν να μείνουν ανέγγιχτοι από τη «μόδα» εκείνης της εποχής και οι σειρήνες του mainstream δεν τους τράβηξαν μακριά από τις ποιοτικές παραγωγές, τις οποίες είχαν επιλέξει.
Ειλικρινά θα πω, μπράβο τους, που έμειναν πιστοί σε αυτό. Βέβαια και η αφεντιά μου όταν βγήκε ο Τιτανικός και επειδή είχε γίνει πολύς ντόρος τότε, αρνήθηκε να πάει στον κινηματογράφο μαζί με τα υπόλοιπα πλήθη. Θυμάμαι μάλιστα και την αστεία δικαιολογία που είχα φτιάξει: «Μα γιατί να δω μια ταινία της οποία γνωρίζουμε το τέλος;». Κάποια στιγμή αργότερα, ασφαλώς και είδα και τον Τιτανικό δεν τρελάθηκα, αλλά δεν θυμάμαι να αναφερόμαστε στις σελίδες των επαναστατικών κινημάτων αυτοί που δεν περάσαμε τότε την πόρτα των κινηματογράφων. Πιθανολογώ ότι δεν θα μπουν σε αυτές τις σελίδες και οι περήφανοι αρνητές των Φιλαρακίων.
Από χρόνια τώρα ανήκοντας στην κατηγορία που θα ακούσω ότι «πηγαίνει» στο αυτί μου και στη διάθεση μου κάθε φορά και θα κρίνω αυτό που θα δω με βάση το μέσο (και καθαρά προσωπικό) αισθητικό μου κριτήριο, κατάφερα να αναγνωρίσω και στους άλλους αυτό το δικαίωμα. Το αποτέλεσμα είναι να μη μου καίγεται καρφάκι και για τις επιλογές των άλλων, εκτός και αν αυτές με κάποιο τρόπο ενοχλούν την καθημερινότητά μου. Δεν ξέρω αν ήταν ακριβώς έκπληξη το κύμα των «δεν είδα ποτέ Φιλαράκια, αλλά δεν τα γουστάρω» που εκφράστηκε, ως ένα βαθμό, με χαρακτηριστικά «μαντάμ Σουσού» αλλά για πρώτη φορά μετά από πολύ καιρό, είδα μια μαζική διαδικασία στα social media που αντί για εκνευρισμό μου προκάλεσε θυμηδία. Γιατί δεν ήταν μια κόντρα με ιδεολογικά χαρακτηριστικά «αριστεροί-δεξιοί», «φασίστες-αντιφασίστες», «κανονικοί άνθρωποι-σκατόψυχοι», αλλά γιατί στο τρυπάκι της απόρριψης μπήκαν και άνθρωποι που δεν το περίμενες, με αποτέλεσμα να μεγαλώσει λιγάκι περισσότερο η γνώση μας για το τι συμβαίνει γύρω μας.
Τα μακαρόνια με κιμά αγαπήθηκαν γιατί είναι κάτι βολικό και υπέροχο. Κανένας ποτέ δεν θα υποστηρίξει ότι είναι πιάτο υψηλής γαστρονομίας (ακόμα και αν αυτή επιχειρήσει να το κάνει τέτοιο) πολύ απλά γιατί… δεν πρέπει να είναι. Αυτό που πρέπει να σημειώσει λοιπόν κάποιος για τα Φιλαράκια είναι το ότι όσοι αποχαιρέτησαν τον Μάθιου Πέρι δεν μίλησαν για «έπος», «αριστούργημα» και άλλα τέτοια, αλλά για την επίδραση που είχαν η σειρά και ο χαρακτήρας του μακαρίτη στην καθημερινότητα τους και όταν ζητούσαν ένα μέτριο αγχολυτικό χωρίς να πρέπει να έχουν συνταγή γιατρού για αυτό. Και χωρίς ενοχές, όπως όταν «πρέπει» να ακούσουμε ένα καψουροτράγουδο και να το τραγουδήσουμε στο μπάνιο μας, ίσως.
Και βέβαια ο καθένας μπορεί να λέει και να γράφει ότι θέλει. Γι αυτό υπάρχουν τα social media. Το να καταγγέλλεις βέβαια «αμερικανιές» μέσα από αυτά είναι σουρεαλιστικό. Όμως, στο φινάλε αυτής της υπόθεσης, ακριβώς το γεγονός πως τα Φιλαράκια δεν ήταν ποτέ ένα έπος, κάνει αυτή την επίθεση που δέχθηκαν (από αυτούς που… δεν τα είδαν κιόλας) ένα σπαρταριστό επεισόδιό τους. Μακάρι από κάπου ο Πέρι να μπορούσε να απολαύσει αυτή την τελευταία(;) πλάκα που σκάρωσε.
Ακολουθήστε το Reader.gr στα Google News για να είστε πάντα ενημερωμένοι για όλες τις ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο.