Μενού
Πατέρας και γιος στο γήπεδο.
Shutterstock
  • Α-
  • Α+

Είμαι Ολυμπιακός. Γαύρος. Παθιασμένος. Οπαδός όχι φίλαθλος. Όσο θυμάμαι τον εαυτό μου. Από μικρό παιδάκι, που έβαζε τα κλάματα όταν η μητέρα του το «εκβίαζε» πως αν δεν φάει τις μπάμιες που είχε μαγειρέψει Κυριακή μεσημέρι, δεν θα πάει μετά στο γήπεδο. Θυμάμαι να βλέπουμε στην τηλεόραση μπάλα με τον πατέρα μου, να τελειώνει το ματς, να σηκώνεται για να πάει να πιει νερό και να υπάρχει στον καναπέ μια μεγάλη στάμπα από τον ιδρώτα του. Από το άγχος και την αγωνία.

Με θυμάμαι να μπαίνω τις πρώτες φορές στο παλιό Καραϊσκάκη. «Στα σκαλοπάτια και τα τσιμέντα». Δέος! Με θυμάμαι τις πρώτες φορές που πήγα μόνος μου στο γήπεδο. Ένιωθα μεγάλος. Πανύψηλος. Ανίκητος. Έχανε ο Ολυμπιακός και εγώ έφευγα από το γήπεδο με χαμόγελο και αίσθημα ικανοποίησης στα χείλη. Όχι για το αποτέλεσμα. Αλλά για το ότι ήμουν εκεί. Ότι προσπάθησα να βοηθήσω τη «μεγάλη μου αγάπη» να κερδίσει. Ε, δεν κέρδισε. Δεν πειράζει. Δεν υπογράφεις συμβόλαιο με τη νίκη. Θα χάσεις κιόλας. Η στεναχώρια ήταν/είναι και θα είναι στιγμιαία. Κράτα μερικά λεπτά.

«Δεν ήταν καλύτερες οι εποχές τότε»

Θυμάμαι όταν πήγα πρώτη φορά με τα φιλαράκια από τη γειτονιά να γραφτούμε σε σύνδεσμο της «Θύρας 7». Αρχές δεκαετίας του 1990. Αρχικά στην Καλογρέζα και στη συνέχεια στο Νέο Ηράκλειο. Θα πω την αλήθεια. Μην ακούτε όσους λένε πως ήταν καλύτερες και πιο αθώες εποχές τότε. Ψέματα λένε. Ή μεγάλωσαν και ξεχνάνε. Και τότε υπήρχαν ντου, ξυλίκια, μαχαίρια, φωτοβολίδες. Και τα «τι ομάδα είσαι εσύ» ακούγονταν τις νύχτες σε σκοτεινά στενά. Και ραντεβού «έπαιζαν». Και φασίστες υπήρχαν (με ισχυρότερη και πιο φανερή παρουσία από σήμερα). Σε όλες τις κερκίδες.

Μετά μεγάλωσα. Έβλεπα διάφορα στραβά να γίνονται δίπλα μου. Δεν ήμουν τυφλός. Ερωτευμένος με την ομάδα μου ήμουν (και είμαι). Συνέχιζα, όμως, να είμαι συνδεσμίτης. Στον σύνδεσμό μας στο Γαλάτσι, πλέον. Και εκδρομές εντός Ελλάδας, και εκδρομές εκτός Ελλάδας και διαρκείας στο πέταλο της «7» και... και... και...Υπήρχε μια εποχή που στον πυρήνα της ζωής μου υπήρχε μόνο ο Ολυμπιακός.

Και ξαφνικά όλα διαλύονται. Οι «δικοί μας», λέει, έδωσαν ραντεβού με τους «βάζελους» στην Παιανία. Βγήκαν τα μαχαίρια. «Φάγανε» έναν από τον Κολωνό, γνωστό της πράσινης κερκίδας. Ένιωσα ενοχές, χωρίς να είμαι ένοχος. Ντρεπόμουν να κοιτάξω τους φίλους μου, τους Παναθηναϊκούς (ναι, είχα και έχω και τέτοιους) στα μάτια.

Οι δικοί μας και οι δικοί τους

Αυτό το «δικοί μας» ήταν ισχυρό χτύπημα. Ποιοι δικοί μας; Πάνω από 14 χρόνια συνδεσμίτης, μόνο δύο φορές είδα τσαμπουκά από κοντά. Δεν μπήκα, καν. Όχι από φόβο. Από αηδία. Γιατί να κοπανήσω κάποιον; Επειδή είναι βάζελος ή χανούμι; Και; Τι έγινε; Για να λέω ότι «κουμάντο εδώ, κάνουμε εμείς»; Όχι! Δεν θέλω να κάνω κανένα κουμάντο, πουθενά. Να βλέπω την ομάδα μου θέλω. Να φωνάζω. Να χαίρομαι. Να στεναχωριέμαι. Και μετά να πηγαίνω για μπύρες και να πειράζω τους φίλους μου. Ή να με πειράζουν εκείνοι.

Τα παράτησα όλα. Σχεδόν αυτόματα. Πήγαινα στο γήπεδο αλλά όχι με τη συχνότητα που πήγαινα τόσα χρόνια. Δεν ξέρω αν φταίει η ξενέρα από τα όσα έγιναν στην Παιανία (και μετά από αυτή) αλλά από εκείνο το σημείο και μετά έβλεπα κυρίως τα στραβά στην κερκίδα μας (που ήταν στραβά που υπάρχουν σε κάθε κερκίδα). Δεν άντεχα με τίποτα αυτό το «δικοί μας». Οι πραγματικοί «δικοί μου», ένας – ένας σταμάτησαν να τραβιούνται στα γήπεδα.

Το ίδιο έκανα και εγώ για ένα μεγάλο διάστημα. Ήταν το διάστημα που ήρθαν στη ζωή μας η Κλειώ και ο Χρήστος. Ο καιρός πέρασε και, πλέον, οι ρόλοι είχαν αλλάξει. Τώρα εγώ ήμουν στη θέση του πατέρα μου. Γαυράκια και τα δυο. Γούσταραν να πηγαίνουν στο γήπεδο με τον μπαμπά. Όχι συχνά. Μια στο τόσο. Και συνήθως Κυριακή μεσημέρι. Αυτά τα ωραία κυριακάτικα ποδοσφαιρικά μεσημέρια. Με όλους τους ήχους, τα χρώματα, τις μουσικές. Τα γεμάτα συναισθήματα.

hooligans

Στην αρχή ήταν εύκολο. Μετά έγινε δύσκολο. Μια ημέρα ετοιμαζόμαστε να πάμε με τον μικρό στο «Καραϊσκάκη». Φοράει την ερυθρόλευκη, φοράει το κασκόλ στο λαιμό και στήνεται καμαρωτός στην πόρτα και με περιμένει. Τον βλέπω και το πρώτο πράγμα που σκέφτομαι είναι: «ας αργήσουμε λίγο... Κάτσε κάτω, να σου πω δυο πράγματα». Δεν είναι εύκολο να εξηγείς σε ένα μικρό παιδί το παράλογο.

Σε κοιτάει με μάτια γεμάτα απορία και δεν ξέρεις τι να του πεις. Πώς να του εξηγήσεις πως «κοίτα, να δεις, φανέλα και κασκόλ, θα τα βάλουμε στο γήπεδο. Θα τα βάλουμε τώρα μέσα στην τσάντα και θα φύγουμε από εδώ χωρίς να φαίνεται ότι πάμε κάτω». Και γιατί, ρε γαμώτο, να κάτσω να του κάνω τέτοια κουβέντα; Γιατί; Δεν υπάρχει κανένας λόγος. Είναι παράλογο. Είναι αδιανόητο να γεμίζω την ψυχούλα του με φόβο επειδή κάποιοι «θέλουν να κάνουν κουμάντο εδώ, μόνο αυτοί».

Τον τελευταίο ενάμιση χρόνο τα πράγματα έγιναν ακόμα πιο δύσκολα. Ο Χρηστάρας, πλέον, είναι μεγαλύτερος. Καταλαβαίνει τι «παίζει» γύρω του. Με την απαραίτητη παιδική αθωότητα, βέβαια, αλλά έχει πάρει τα χαμπάρια του. Ουσιαστικά τον ανάγκασαν. Με άσχημο τρόπο. Δεν είναι εύκολο για ένα παιδί να μαθαίνει πως «σκότωσαν τον Άλκη επειδή όταν το ρώτησαν τι ομάδα είναι εκείνος τους απάντησε πως είναι Άρης».

Εξηγώντας τα παράλογα

Και άντε, πάλι, από την αρχή να του εξηγώ τα παράλογα. Και εκείνος να με ρωτάει για παλιές γηπεδικές ιστορίες. Και εγώ να προσπαθώ να του δώσω την πραγματική εικόνα. Και πάνω που πάμε να ηρεμήσουμε... Ο Μιχάλης. Της ΑΕΚ, αυτή τη φορά. Και τι απαντάς στην ερώτηση «πώς είναι δυνατόν να φεύγουν από τη χώρα τους για να πάνε σε μια άλλη χώρα να σκοτώσουν»; Το «είναι φασίστες και φονιάδες» είναι το εύκολο. Αλήθεια αλλά εύκολο. Δεν μπορεί, όμως, να το κατανοήσει ένα μικρό παιδί.

Η μάνα του μικρού, δικαιολογημένα η γυναίκα, φοβήθηκε. Τρέμει κάθε φορά που κατεβαίνουμε κάτω και ας ξέρω πως με εμπιστεύεται μετά από τόσα χρόνια στα γήπεδα. Χθες το είπε ορθά κοφτά έστω και αν ήξερε πως δεν πρόκειται να συμβεί. «Τέλος το γήπεδο. Δεν θα ξαναπάτε. Κομμένο». Και δεν πρόκειται να συμβεί γιατί δεν πρόκειται να χαρίσουμε τις ομάδες μας σε αυτούς που κρύβουν κάτω από τα κασκόλ και τις σημαίες τις αρρωστημένες ορέξεις τους.

Τα φονικά τους ένστικτα. Δεν πρόκειται να φύγουμε εμείς, για να μείνουν αυτοί. Σιγά – σιγά. Με κόπο, δουλειά και, δυστυχώς, πιθανόν και άλλο αίμα, θα κερδίσουμε πίσω εκείνες τις όμορφες Κυριακές στην κερκίδα. Ότι και να κάνετε ρε, δεν μπορείτε να λερώσετε την μπάλα.

Google News

Ακολουθήστε το Reader.gr στα Google News για να είστε πάντα ενημερωμένοι για όλες τις ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο.