Μενού
grigoropoulos
Το μνημείο του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου στα Εξάρχεια | eurokinissi
  • Α-
  • Α+

Το ένα είναι… «Πότε ρε γαμώτο πέρασαν τόσα χρόνια και πόσο τοξικά και άσχημα ήταν τα περισσότερα από αυτά...». Το άλλο η απάντηση στο ερώτημα που είδα (λογικά και αυτονόητα) να καταγράφεται: «Που πήγε όλη εκείνη η οργή εκατομμυρίων, ανθρώπων και δεκάδων ημερών;». Αυτά τα δύο ασφαλώς και συνδέονται μεταξύ τους. 

Ανακαλώντας ιστορικά παραδείγματα ως απλός αναγνώστης και σίγουρα όχι ως ειδικός μπορώ να απαντήσω… εκεί που πάει πάντα η λαϊκή οργή, κατά κανόνα. Διανύοντας το 0-100 της μέσα σε κλάσματα ιστορικού χρόνου, φτάνει στην κούραση και την παρακμή της όποιας «επαναστατικής» διάθεσης και –εντέλει- στο αυτονόητο «παρκάρισμα» της καθημερινότητας. Όχι για όλους.

Ομολογώ πως αυτούς τους λίγους που εξακολουθούν να ωθούνται από τη δύναμη όχι της οργής, αλλά της μετατροπής της σε καθαρή ενέργεια δημιουργικής σκέψης και δράσης, τους θαυμάζω. Αλλά μπορώ να καταλάβω και όλους τους άλλους που αυθόρμητα καβάλησαν το κύμα, χάρηκαν την αίσθηση του διαφορετικού αέρα στα μαλλιά τους όσο έμειναν –περήφανοι- πάνω στη «σανίδα», αλλά δεν είχαν το κουράγιο να ανεβαίνουν συνέχεια πάνω σε αυτή, όταν η πραγματικότητα τους έσπρωχνε βίαια μέσα στην αντάρα.  

Πολλοί από αυτούς ακούνε να τους λένε τώρα «κυρ Παντελήδες» οι δεκάδες σοσιαλμιντιακοί Τσε Γκεβάρα που… κατακτούν καθημερινά τα χειμερινά ανάκτορα με ένα like σε κάποιο γκρουπ. Έχω την αίσθηση πως αυτοί οι περιστασιακοί «σέρφερ» του 2008 που ένιωσαν ένα χέρι να τραβάει την ψυχή τους στους δρόμους, είναι πιο ειλικρινείς από αυτούς που εμπορεύονται πλέον την οργή διαδικτυακά. Αλλά όλα αυτά είναι –μάλλον- και προσωπικά κολλήματα και προκαταλήψεις.

Ίσως και η ενοχή γιατί όλοι αυτοί που γαλουχηθήκαμε με το βλέμμα στη λύση που θα δώσει ο δρόμος, νιώθουμε ενοχικά «κυρ Παντελήδες». 

Τα τέσσερα, πέντε, δέκα, δεκαπέντε χρόνια από τη δολοφονία του Γρηγορόπουλου, από κάθε τέτοια δολοφονία (υπήρξαν πριν από τον Κορκονέα αστυνομικοί που πήραν εν ψυχρώ ζωές, υπήρξαν και μετά) είναι μια μικρή ευκαιρία ενδοσκόπησης και ανάκλησης των αναμνήσεων.

«Που ήμουν», «τι ένιωσα όταν το έμαθα», «πως ήταν η Αθήνα», «πως η οργή έγινε πλιάτσικο και ένιωσες να χάνεται το παιχνίδι». Λίγα από τα ερωτήματα. Αλλά πάνω απ’ όλα η ίδια αίσθηση, ακόμα και όταν πατάς τα πλήκτρα να γράψεις αυτές τις λέξεις που (τις) έχει ανάγκη. Κούραση!

Τις περισσότερες επαναστάσεις, τις μικρές ή μεγάλες, τις τραγουδισμένες που πήραν διαστάσεις μεγαλύτερες από αυτές που είχαν –όχι όταν ξέσπασαν άλλα όταν κάθισε η σκόνη και έγιναν καθεστώς- ή τις μικρότερες που μνημονεύονται εξαιτίας της μοναδικότητάς τους, δεν της νίκησε τελικά καμία εξουσία, στην ουσία. Αυτό το κύμα, όταν θεριεύει δεν βολεύεται και δεν παλεύεται. Τις νίκησε η κούραση. Ο άνθρωπος θέλει να ευημερεί, να είναι καλά, να ζει με αξιοπρέπεια και ηρεμία, μια καλή ζωή, έντιμη χωρίς βάσανα.

Όπως κανένας δεν γεννιέται ήρωας, δεν γεννιέται και επαναστάτης. Οι στιγμές και η συγκυρία μαζί με τον εσωτερικό του ηθικό κώδικα τον φέρνουν εκεί που δεν το περιμένει καν. Αυτό δεν κρατάει για πάντα και θα ήταν παράλογο να συμβαίνει. Ο άνθρωπος στον δρόμο είναι εκεί για τη δικαιοσύνη, την εντιμότητα και μια καλή ζωή όχι για την ίδια την «επανάσταση». 

Το ξέσπασμα τότε διήρκεσε πολύ μεγαλύτερο διάστημα από το αναμενόμενο. Συγκέντρωσε στην εξέλιξη του πολλά, διαφορετικά χαρακτηριστικά. Αρκετά από αυτά εκδηλώθηκαν μεταλλαγμένα με διάφορες και διαφορετικές μορφές τα 15 χρόνια που ακολούθησαν. Αρκετοί αναρωτιούνται αν τελικά άλλαξε κάτι. Δεν απαντάω… Θα μας πουν πάλι «κυρ Παντελήδες». 

Google News

Ακολουθήστε το Reader.gr στα Google News για να είστε πάντα ενημερωμένοι για όλες τις ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο.