Είναι γνωστό ότι η Ελλάδα έχει πολλές μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις. Αυτό ενοχλούσε πολύ την Τρόικα όταν ήρθε στην Αθήνα. Γίνονταν έξαλλοι οι «ανθύπατοι» εκείνης της εποχής, καθώς πίστευαν ότι εκεί βρίσκεται μια μεγάλη τρύπα φοροδιαφυγής. Παρέβλεπαν την ιδιαιτερότητα της χώρας μας και ισχυρίζονταν πως, αν είχαμε λιγότερες μικρές επιχειρήσεις και περισσότερους εργαζομένους που φορολογούνται στην πηγή με τη μισθοδοσία τους, θα είχαμε δραστική αύξηση των κρατικών εσόδων. Η ελληνική οικονομία, όμως, από ιδρύσεως του ελληνικού κράτους, έχει στηθεί στην επιχείρηση της γειτονιάς. Δεν κατάφεραν τα μεγάλα εμπορικά κέντρα, παρότι πήραν σημαντικό μερίδιο της αγοράς, να ξεριζώσουν τη σχέση που έχουμε όλοι με τους επαγγελματίες, με τους οποίους διατηρούμε προσωπικές σχέσεις επί πολλά χρόνια.
Αυτή η σχέση αναπτύχθηκε και εδραιώθηκε τα φτωχά «πέτρινα» χρόνια της Ελλάδας με τα τεφτέρια, εκεί που γράφονταν τα βερεσέδια. Ήξερες ότι θα πας στον φίλο σου τον μπακάλη, θα πάρεις το φαγητό της ημέρας για την οικογένειά σου, ακόμη κι αν δεν υπήρχε δραχμή στην τσέπη. Κι όταν έβρισκες το μεροκάματο, έτρεχες αμέσως να ξεπληρώσεις. Ήταν μια έντιμη και ειλικρινής σχέση που περνούσε από γενιά σε γενιά, μέχρι και τη δεκαετία του 1970. Το ίδιο συνέβαινε με αυτόν που πουλούσε τα ρούχα, τα παπούτσια και πάει λέγοντας. Δεν θέλω να αγιοποιήσω αυτές τις επιχειρήσεις. Για πολλούς ιδιοκτήτες είχαν δίκιο οι τροϊκανοί. Όμως, δεν μπορούμε να προσπεράσουμε και την ελληνική πραγματικότητα. Τη δεκαετία της χρεωκοπίας, οι ιδιοκτήτες μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων χτυπήθηκαν αλύπητα. Αυτοί που παλιά αποκαλούσαμε νοικοκυραίους έγιναν νεόπτωχοι και αρκετοί εξαφανίστηκαν για πάντα από την αγορά, δεν άντεξαν.
Η κατάρρευση της παλιάς μεσαίας τάξης έγινε πραγματικότητα. Η Νέα Δημοκρατία, πριν έρθει στην εξουσία, υποσχέθηκε ότι θα στηρίξει ξανά αυτή την επαγγελματική τάξη. Δεν αμφέβαλλα ποτέ για τις καλές προθέσεις της κυβέρνησης ούτε πιστεύω τις θεωρίες ότι ο φιλελεύθερος Μητσοτάκης θέλει να εκχωρήσει όλη την αγορά στους μεγάλους και να εξαφανίσει τους μικρούς. Ήρθε, όμως, η πανδημία και έφερε απροσδόκητες ανατροπές. Την πλήρωσαν πάλι οι μικροί και αδύναμοι. Χωρίς αμφιβολία, σε αυτή την παγκόσμια υγειονομική κρίση, οι μεγάλοι άντεξαν καλύτερα γιατί διέθεταν δίκτυα ηλεκτρονικού εμπορίου και διανομείς προϊόντων. Ένα ζευγάρι παπούτσια και ένα πουκάμισο που θα αγόραζες στη γειτονιά σου ένα πρωινό Σαββάτου, τώρα το παραγγέλνεις στο διαδίκτυο και σου έρχεται στο σπίτι. Είναι μεγάλη η καταστροφή του λιανεμπορίου. Οι εκτιμήσεις των ειδικών λένε ότι χάνεται 1,5 δισ. τον μήνα, όσο τα καταστήματα παραμένουν κλειστά. Αυτά είναι τρελά ποσά για μια ρηχή οικονομία όπως είναι η Ελλάδα.
Παρά τις προσπάθειες της κυβέρνησης να στηρίξει τις επιχειρήσεις με τις επιστρεπτέες προκαταβολές και όλες τις άλλες διευκολύνσεις, κάποιοι δεν θα ξανασηκώσουν ποτέ τα ρολά στα μαγαζιά τους. Έχουν ήδη χρεοκοπήσει. Όσους δεν έχουν χρήματα «στο μπαούλο» για να εκσυγχρονίσουν τις επιχειρήσεις τους και να τις προσαρμόσουν στη νέα εποχή δεν θα τους ξαναδούμε. Πολλοί συνδικαλιστές αυτού του χώρου επιμένουν ότι τα λουκέτα θα ξεπεράσουν το 30%. Θέλω να ελπίζω ότι τα πράγματα δεν θα εξελιχθούν τόσο άσχημα, εάν γίνει κάτι άμεσα που θα περιορίσει αυτό το ντόμινο. Και εξηγούμαι: προφανώς η δημόσια υγεία προηγείται έναντι όλων. Όμως, το λιανεμπόριο πρέπει να προηγηθεί στο σταδιακό άνοιγμα της χώρας. Δυστυχώς, η εστίαση δεν μπορεί να υπαχθεί σε αυτή την κατηγορία. Έχουμε ακόμη δρόμο μέχρι να φτάσουμε εκεί.
Υπάρχουν μέτρα που μπορούν να αντισταθμίσουν τις όποιες επιπλέον μετακινήσεις προκαλέσει η επαναλειτουργία των μικρών επιχειρήσεων. Για παράδειγμα, η τηλεργασία σήμερα είναι στο 50% και σε πολλές ιδιωτικές επιχειρήσεις αυτό δεν εφαρμόζεται, ενώ ορισμένοι τομείς θα μπορούσαν να λειτουργήσουν μόνο με το 20% του προσωπικού. Τα σχολεία θα μπορούσαν να λειτουργήσουν μετά το Πάσχα αφού έτσι κι αλλιώς ό,τι ζημιά ήταν να γίνει φέτος έγινε. Μαθησιακά δεν θα αλλάξει τίποτα στα παιδιά για τρεις εβδομάδες.
Για τις μικρές επιχειρήσεις και τους εργαζομένους σε αυτές, η κάθε ημέρα που περνά είναι αργός θάνατος. Και, προς Θεού, δεν ισχυρίζομαι ότι πρέπει να ανοίξουν όλα μες στην τρελή χαρά, χωρίς περιορισμούς. Το αντίθετο. Απαιτείται μια επανασυντεταγμένη λειτουργία, με αγορές εντός του καταστήματος κατόπιν ραντεβού, χωρίς ουρές και συνωστισμούς στις πόρτες. Θα ήταν μια ανάσα ζωής που θα έσωζε αρκετούς από το ναυάγιο. Η εμπειρία αυτού του πειράματος πριν από τις γιορτές έδειξε ότι μπορεί να σωθεί το 30% του τζίρου. Δεν είναι ένα μεγάλο μερίδιο, όμως είναι σημαντικό. Άλλωστε, έχουμε καταλάβει όλοι ότι το μεγαλύτερο πρόβλημα στη μετάδοση του κορονοϊού, παρά το lockdown, είναι οι άσκοπες βόλτες «των κατεργάρηδων», που κάνουν κατάχρηση του sms και περιφέρονται ασκόπως όλη μέρα στους δρόμους και στις πλατείες. Είναι από τις μαζώξεις των πονηρών στα σπίτια για γεύματα, δείπνα και καφέ και είναι από τα «κορονοπάρτι» στα βόρεια και στα νότια προάστια, που όσο πάνε αυγατίζουν.
Φτάνουμε στο τέλος αυτής της επώδυνης διαδρομής. Τέλος Μαΐου θα είναι όλα καλύτερα. Στους δύο μήνες που απομένουν, η επιτροπή των γιατρών και η κυβέρνηση πρέπει να δείξουν ευελιξία και διορατικότητα, ώστε να αλλάζουν περιοδικά το μείγμα των περιοριστικών μέτρων. Όσο μικρότερη είναι η καταστροφή της οικονομίας, τόσο πιο εύκολη θα είναι η ανόρθωση την επόμενη ημέρα.
Ακολουθήστε το Reader.gr στα Google News για να είστε πάντα ενημερωμένοι για όλες τις ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο.