Το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο, που μέχρι τώρα δεν έχει πέσει έξω, εκφράζει φόβους ότι τον Μάρτιο είναι πιθανό να γεμίσουν ξανά οι εντατικές. Βιαστήκαμε το Σαββατοκύριακο να ξεχυθούμε στους εμπορικούς δρόμους. Είναι κατανοητή η επιθυμία όλων μας για χαλάρωση και ανεμελιά. Αυτό είναι ένα ωραίο όνειρο για να είναι αληθινό. Πρώτα ο Θεός, στην πραγματική ζωή, θα απολαύσουμε τις πόλεις και τα χωριά μας μετά τον Μάϊο.
Εμείς βρισκόμαστε ξανά ένα μήνα πίσω από τις περισσότερες άλλες χώρες. Έτσι έχουμε την πολυτέλεια να κοιτάζουμε τι κάνουν οι άλλοι, να δοκιμάζουμε κάποια από αυτά που κάνουν, να περιμένουμε λίγο πριν πάρουμε τις ακόμη πιο δύσκολες αποφάσεις. Δυστυχώς, δεν θα τις αποφύγουμε. Και επειδή η ελπίδα πεθαίνει τελευταία, είναι καλό για τη διάθεσή μας να ελπίζουμε πως, αν περιοριστούμε τώρα, θα είμαστε καλύτερα και θα ανταμώσουμε αργότερα με φίλους ξανά σε μπαρ και εστιατόρια. Όμως, αυτό δεν θα συμβεί πριν από το Πάσχα – και λίγο λέω.
Ο κορονοϊός καλπάζει και δεν κάνει εξαιρέσεις. Μόνο να τον περιορίσει σχετικά μπορεί κανείς, όχι να τον σταματήσει.
Ο πανικός μπροστά σε αυτά που φέρνει το τρίτο κύμα δεν είναι καλός σύμβουλος. Τώρα ξέρουμε ότι μπορούμε να σωθούμε με ψυχραιμία και αυτοσυγκράτηση. Μπορεί τα νεύρα μας να είναι τεντωμένα, όμως είμαστε αναγκασμένοι να ακούσουμε τις οδηγίες των επιστημόνων που λένε ότι τουλάχιστον μέχρι τον Απρίλιο θα ζούμε έτσι και χειρότερα. Αυτός είναι ένας περίεργος «πόλεμος», όχι όμως χειρότερος από κανονικούς πολέμους. Η μεγαλύτερη θυσία που απαιτεί από εμάς είναι ο εγκλεισμός στο σπίτι και η αντικοινωνική συμπεριφορά. Μας ζητά να διατηρήσουμε τους φίλους μας μέσω διαδικτύου χωρίς γλέντια και χαρές, αγκαλιές, φιλιά και ατελείωτα πάρτι. Ε, μέχρι το τέλος της άνοιξης μπορούμε να το αντέξουμε, νομίζω. Δεν θα είναι για πάντα αυτή η βαρετή ζωή που καλούνται να ζήσουν κυρίως οι άνθρωποι που είναι μόνοι σε ένα σπίτι. Γιατί όσοι έχουν καλή οικογενειακή ζωή θα τα βγάλουν πέρα πιο εύκολα.
Περισσότερο θα υποφέρουν οι άνθρωποι του μεροκάματου που πρέπει να είναι παρόντες στη δουλειά τους.
Για εκείνους που κάνουν δουλειές γραφείου τα πράγματα είναι διαχειρίσιμα. Η προσαρμογή τον περασμένο Μάρτιο ήταν δύσκολη, τώρα οι περισσότεροι από αυτούς που εργάζονται στα γραφεία έχουν συνηθίσει την τηλεργασία και λειτουργούν πιο αποτελεσματικά. Ακόμα και όταν έπαψαν να υπάρχουν μέτρα, πολλοί συνέχισαν να δουλεύουν από το σπίτι.
Μπορεί ένας στους πέντε να δηλώνει ότι είναι «λιγότερο παραγωγικός», από ό,τι πριν από την πανδημία, αλλά τουλάχιστον η οικονομική δραστηριότητα συνεχίζεται.
Και κάτι τελευταίο και ίσως το πιο σημαντικό. Κλαίμε για τη μεγάλη κατηφόρα της οικονομίας από τα lockdown. Μόνο που δεν φταίνε αυτά. Φταίει η ραγδαία πτώση της ζήτησης. Δεν υπάρχει δίλημμα «οικονομία ή lockdown». Η οικονομία είναι χαμένη ούτως ή άλλως και καταρρέει ακόμα και στις χώρες που απέφυγαν τις απαγορεύσεις, όπως η Σουηδία, «για να τη σώσουν». Η οικονομική κρίση που ζούμε είναι βαθιά όχι επειδή οι κυβερνήσεις παίρνουν περιοριστικά μέτρα, αλλά επειδή ο κόσμος φοβάται. Οι επιχειρηματίες φοβούνται ότι οι επιχειρήσεις τους θα καταρρεύσουν, όμως αυτές δεν είναι βιώσιμες ούτε σήμερα, καθώς η κίνηση στην αγορά έχει πέσει κατακόρυφα. Απλώς ελπίζουν πως υπολειτουργώντας διατηρούν μια ψευδαίσθηση επαναφοράς στην κανονικότητα. Αυτό ακριβώς συμβαίνει αυτές τις μέρες με το άνοιγμα του λιανεμπορίου.
Ίσως κάποιοι καταφέρουν να κρατήσουν το κεφάλι έξω απ’το νερό με το 1/3 του τζίρου συγκριτικά με την περσινή περίοδο των εκπτώσεων.
Με αυτά τα δεδομένα, τα επιδόματα είναι μονόδρομος, όσο οδυνηρό και αν είναι αυτό για την παγκόσμια οικονομία, όσο και αν σπάει τους κανόνες της δημοσιονομικής δήθεν ορθότητας. Για να αντιμετωπιστούν οι συνέπειες της πανδημίας πρέπει να σταθούν όρθιοι αυτοί που πλήττονται. Η ιδέα να δίνει το κράτος λεφτά σε ανθρώπους για να μη δουλεύουν, κάτι που ενόχλησε πολλούς στην πρώτη φάση της κρίσης, μοιάζει όντως να είναι η μόνη λύση που λειτουργεί. Καμία οικονομία δεν μπορεί τελικά να επιβιώσει όταν αναγκάζεις ανθρώπους να βάλουν σε κίνδυνο τη ζωή τους και τη ζωή των άλλων επειδή πρέπει να δουλέψουν για να ζήσουν.
Η Ελλάδα, όπως και οι άλλες χώρες, πρέπει να δώσει ό,τι έχει και δεν έχει για να στηρίξει επιχειρήσεις, εργαζομένους και ανέργους και μάλιστα να κάνει πλάνο οκταμήνου και όχι τετραμήνου, λαμβάνοντας ως πιο πιθανά τα χειρότερα σενάρια για την εξέλιξη της πανδημίας. Είναι δύσκολο πράγμα και δαπανηρό και θα χρειαστεί ακόμα μεγαλύτερες υπερβάσεις σε ευρωπαϊκό επίπεδο από αυτές που έχουν ήδη γίνει. Όλα αυτά τα λεφτά, όμως, και όλα τα επιπλέον δάνεια που θα χρειαστούν, δεν είναι σπατάλη – είναι ανάγκη και όρος επιβίωσης. Γιατί για να είναι όσο το δυνατόν πιο ήπια η επαναφορά, όταν με το καλό τελειώσει αυτός ο «πόλεμος», θα πρέπει να είμαστε εδώ, όσοι περισσότεροι γίνεται, και με σωματική και ψυχική υγεία.
Ακολουθήστε το Reader.gr στα Google News για να είστε πάντα ενημερωμένοι για όλες τις ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο.