Ή τα ESG reports των φυσικών προσώπων
Μεγάλωσα σε μια εποχή που η αριστεία ήταν τυπική. Άριστοι ήταν όσοι είχαν καλούς βαθμούς στο σχολείο και τα κατάφερναν στις εξετάσεις. Όσοι ήξεραν τι ήθελαν να κάνουν όταν μεγαλώσουν και κατά προτίμηση όσοι επέλεγαν Νομική, Πολυτεχνείο, Ιατρική και άλλες παρόμοιες σχολές, που θα οδηγούσαν σε «άριστο» μέλλον. Μαζί με αρκετά καλό βαθμό στο Proficiency, θα συμπλήρωναν ένα πολύ ωραίο βιογραφικό, ώστε μετά να βρεις μια καλή δουλειά. Plan b δεν υπήρχε.
Σε αυτό τον κόσμο έφτασα στη Γ’ Λυκείου.
Η Μαρία ήθελε να μπει στη Νομική και να γίνει δικηγόρος, όπως και κάποιοι άλλοι συμμαθητές μας. Δεν ήξερε ακριβώς γιατί το ήθελε αυτό, σίγουρα όμως δεν ήθελε να αναλάβει το συνεργείο αυτοκινήτων του πατέρα της. Ο Γιώργος ήθελε να μπει στο Πολυτεχνείο και να γίνει Πολιτικός Μηχανικός, αν και είχε κι άλλες φωνούλες στο κεφάλι του να τον αναστατώνουν. Ο Άκης ήθελε να μπει στην Ιατρική, και θα έβλεπε τι θα έκανε μετά. Κι ανάμεσα σε αυτούς που ήξεραν τι ήθελαν, υπήρχαμε κι εμείς. Εμείς οι άλλοι που δεν είχαμε καμία ιδέα τι θέλαμε να κάνουμε στη ζωή μας, τι μας αρέσει περισσότερο και τι θα μας φέρει στο μέλλον εισόδημα. Πολύ θα ήθελα να υπήρχε κάποιος τότε που να μου έλεγε: «Είναι πολύ φυσιολογικό να μην ξέρεις τι θέλεις. Είναι σχεδόν αδύνατον να ξέρεις με τι θέλεις να ασχοληθείς στα 17 σου. Είσαι μια χαρά».
Βρέθηκα με την αφαιρετική μέθοδο στην τρίτη δέσμη, προσπαθώντας απλώς να αποφύγω οποιοδήποτε μάθημα είχε σχέση με θετικές επιστήμες, τις οποίες αδυνατούσα να κατανοήσω. Το αντίθετο συνέβη στην παντοτινή διπλανή μου, την M., της οποίας ο μπαμπάς αποφάσισε ότι πρέπει να μπει στο Πολυτεχνείο, να γίνει «άριστη» και να αναλάβει την επιτυχημένη επιχείρησή του. Εκείνη, όμως, σε κάθε αφορμή βρισκόταν στην αίθουσα της μουσικής, να παίζει πιάνο, να τραγουδάει και να ονειρεύεται παραστάσεις και χορευτικά.
Αυτά τα θέματα όμως δεν συζητιόντουσαν.
Την πρώτη ημέρα των Πανελληνίων εξετάσεων, μόλις βγήκα από το μάθημά μου, είδα το μπαμπά της Μ. να την περιμένει και θυμωμένη του είπα «να ξέρετε ότι η Μ. δεν θέλει καθόλου να μπει στο Πολυτεχνείο». Τίποτα άλλο δεν θυμάμαι από εκείνη την ημέρα. Λίγους μήνες αργότερα έκανα και τη δική μου επανάσταση και έδιωξα, χωρίς να ενημερώσω τους γονείς μου, τη δασκάλα που ερχόταν σπίτι να με βοηθήσει να ξαναδώσω εξετάσεις.
Οι σπουδές μου δεν είχαν καμία σχέση μεταξύ τους, ούτε συνέχεια. Ως αθλήτρια είχα μπει με μόρια στη Γυμναστική Ακαδημία, ενώ ξεκίνησα τη Σχολή Σκηνοθεσίας Λυκούργου Σταυράκου. Ταυτόχρονα. Τα πρωινά φορούσα τον μανδύα της μελλοντικής προπονήτριας Ολυμπιονικών και τα απογεύματα βουτούσα στην κουλτούρα του κινηματογράφου. Συμφοιτητές μου ήταν και μερικοί άνθρωποι που ήξεραν τι ήθελαν να κάνουν. Και το έκαναν, όσο εγώ απλώς υπήρχα αναμεσά τους, δοκίμαζα, μάθαινα και συνήθως απέρριπτα. Συμφοιτητής μου στη σχολή Σκηνοθεσίας ήταν ο Γιώργος Λάνθιμος, που εκείνα τα χρόνια αποφάσισε ακριβώς τι ήθελε να κάνει. Και το έκανε. Λίγα χρόνια αφού αποφοιτήσαμε, συναντηθήκαμε και λέγαμε τα νέα μας σε μια παράσταση. Με ρώτησε με τι ασχολούμαι και του είπα ότι είμαι σκηνοθέτης σε ένα αθλητικό κανάλι. «Δεν είσαι σκηνοθέτης» μου είπε. «Είσαι τηλεσκηνοθέτης».
Whatever, σκέφτηκα. Potato, potato.
Πάντα ζήλευα τα πάθη και τη σιγουριά που είχαν μερικοί άνθρωποι. Και αναρωτιόμουν τι πήγαινε λάθος με εμένα και ποτέ δεν χτύπησε κάποιο καμπανάκι, ποτέ δεν εμφανίστηκε ένα βέλος μπροστά στα μάτια μου να μου δείξει με σιγουριά έναν δρόμο. Γιατί πήγαινα όπου φυσούσε ο άνεμος;
Κάθε στιγμή ήμουν έτοιμη να ακολουθήσω, να μάθω, να επιλέξω κάτι άλλο. Μια χρονιά ήμουν Σκηνοθέτης (τηλεσκηνοθέτης δηλαδή, μην εκνευρίζουμε και τον Γιώργο) σε μια εκπομπή της Ρίκας Βαγιάννη στην ΕΡΤ.
Ήμασταν στο van λίγο πριν ξεκινήσει το γύρισμα, όταν μπήκε μέσα ο Κίμωνας, φίλος του διευθυντή παραγωγής. Τους άκουγα να μιλούν και κατάλαβα ότι είχε ζήσει στην Ισπανία. Αφού πήρα τις πληροφορίες που χρειαζόμουν, τον επόμενο μήνα ξεκίνησα εντατικά Ισπανικά και στα χρόνια που ακολούθησαν πήγα τέσσερα καλοκαίρια σε διαφορετικές πόλεις της Ισπανίας, ψάχνοντας μήπως εκεί βρισκόταν το κάρμα μου, το «κάτι». Μπορεί να μην το βρήκα, αλλά ρωτήστε με για την Ισπανία ό,τι θέλετε!
H Μαρία είναι σήμερα partner σε ένα από τα μεγαλύτερα δικηγορικά γραφεία στην Ελλάδα. Ο Γιώργος έχει εδώ και 20 χρόνια μια εταιρεία Business Software. O Άκης είναι ενδοκρινολόγος, ζει μεταξύ Ηνωμένου Βασιλείου και Ελλάδας και τα άρθρα του χαίρουν εκτίμησης από τον Ιατρικό κλάδο. Οι άριστοι.
Η Μ. κι εγώ ακόμα δεν ξέρουμε τι θέλουμε να κάνουμε. Κι ας πλησιάζουμε τα 50.
Είχα διαβάσει σ’ ένα βιβλίο ότι δεν πρέπει να ψάχνεις εμμονικά τις απαντήσεις. Γιατί αυτές θα έρθουν να σε βρουν όταν είναι η σωστή στιγμή.
Έτσι συνέβη.
Εργαζόμουν -για λίγο περισσότερο από έναν χρόνο- στο τμήμα Marketing μιας μεγάλης εταιρείας. Όλα πήγαιναν καλά, ήρεμα. Ήμουν ευχαριστημένη. Απρογραμμάτιστα, είδα μια αγγελία στο LinkedIn, ένα agency ζητούσε Head of Corporate Communications. Κάτι με έκανε να στείλω αμέσως το βιογραφικό μου. Δεν ήταν ότι ήθελα να αλλάξω δουλειά. Το θέμα μου ήταν ότι όσα βιογραφικά και να είχα στείλει την τελευταία 10ετία, δεν είχα βρει ποτέ δουλειά με αυτόν τον τρόπο. Κι έτσι, μάλλον επιμένοντας να προσπαθώ, έστειλα το βιογραφικό μου. Αυτό το βιογραφικό που έλεγε ότι είμαι απόφοιτος ΤΕΦΑΑ, σχολής Σκηνοθεσίας, έχω μεταπτυχιακό στα Media Arts, έχω δουλέψει στη Βουλή, σε ραδιόφωνα και κανάλια, σε τμήματα Marketing, μιλάω Ισπανικά και έχω ένα e-shop με ρούχα και ένα portal για παιδική διατροφή.
Μετά από λίγες ημέρες μου ζήτησαν να κάνουμε online μια πρώτη συνέντευξη. Και στη συνέχεια να με δουν και από κοντά. Όταν χτύπησε το τηλέφωνο αργά το βράδυ μιας Τετάρτης και ήταν η Ελένη, ήμουν σίγουρη ότι με πήρε να μου πει ότι λυπάται αλλά δεν θα συνεργαστούμε.
Μήνες μετά, η Ελένη μου εκμυστηρεύτηκε ότι σε εκείνη την πρώτη online συνέντευξη, κατά τη διάρκεια της οποίας ο γιος μου αποφάσισε να μπει στο δωμάτιο με έρπειν για να πάρει ένα σπαθί, νομίζοντας ότι δεν τον βλέπουν, αποφάσισε ότι με θέλει στην ομάδα της. Ήξεραν, ο Παναγιώτης κι εκείνη, ότι ο τίτλος της θέσης ίσως δεν ταίριαζε σε μένα, ένιωσε όμως ότι εγώ μάλλον ταίριαζα στην ομάδα.
Ήταν -είπε- αυτό το χρωματιστό πουλόβερ που επέλεξα να φορέσω. Ήταν οι λέξεις που είπα για το σπάσιμο του πάγου. Ήταν το πως αντέδρασα όταν είδα τον γιο μου να σέρνεται στο πάτωμα. Ένα αστείο, ένας τρόπος που απάντησα σε κάτι που με ρώτησαν. Κι άλλα τέτοια. Τίποτα από αυτά δε γράφεται σε ένα βιογραφικό.
Περιγράφεται όμως.
Στη SOCIALDOO χρησιμοποιούσαμε έως τώρα διάφορους τρόπους για να περιγράψουμε τη δυναμική, τη σύνθεση και τον τρόπο που δουλεύει η ομάδας μας. Συνήθως με πολλά λόγια, παραδείγματα και ιστορίες. Όσο η συζήτηση γύρω από τις προσωπικότητές μας, αλλά και γύρω από τον τρόπο που στήθηκε η ομάδα μας φούντωνε, μπήκαμε στη διαδικασία να βρούμε τι είναι αυτό που έχουμε κοινό και μας κάνει διαφορετικούς, σ’ ένα επαγγελματικό περιβάλλον που συνήθως απογοητεύει τους εργαζόμενους.
Δεν ήταν δύσκολο. Είμαστε μια φυλή από ανθρώπους που διαθέτουν μη τυπική αριστεία. Η Ελένη και ο Παναγιώτης, ως Atypical Excellent οι ίδιοι, αναγνωρίζουν, προτιμούν και επιλέγουν με τέτοια κριτήρια τους ανθρώπους που θα στελεχώσουν την ομάδα τους.
Όσο απίθανο κι αν νόμιζα ότι ήταν, με επέλεξαν για όλα αυτά τα Atypical πράγματα που με έφεραν ως εδώ.
Υπάρχουν πολλοί μη τυπικά άριστοι γύρω μας. Άνθρωποι παγιδευμένοι στις 50 γραμμές ενός βιογραφικού που περιγράφει τι έχουν κάνει και όχι ποιοι είναι.
Κι αν αναρωτιέστε αν είναι έτοιμος ο κόσμος μας να επιλέγει διαφορετικά τους ανθρώπους που θα δουλέψουν σε μια επιχείρηση, και όχι μόνο με ένα βιογραφικό, σκεφτείτε ότι οι ίδιες οι επιχειρήσεις πλέον αξιολογούνται με ESG κριτήρια, ενώ έως πολύ πρόσφατα, η αξιολόγηση μιας εταιρείας γινόταν μόνο με οικονομικά μεγέθη.
Ο κόσμος είναι έτοιμος. Και κάθε ένας μας είναι ένα ESG report που μπορεί – και θα έπρεπε- να ξετυλίγεται σε βάθος από όσους τον ψάχνουν.
Έτσι οι άνθρωποι και οι οργανισμοί θα είναι πιο συμβατοί και πιο αποτελεσματικοί. Και κυρίως, πιο ευτυχισμένοι.
Ακολουθήστε το Reader.gr στα Google News για να είστε πάντα ενημερωμένοι για όλες τις ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο.